μεταῦθις: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταῦθις:''' Ιων. -αῦτις, επίρρ., ύστερα, [[κατόπιν]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.
|lsmtext='''μεταῦθις:''' Ιων. -αῦτις, επίρρ., ύστερα, [[κατόπιν]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταῦθις:''' ион. [[μεταῦτις]] adv. потом, после Her., Aesch.
}}
}}

Revision as of 00:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταῦθις Medium diacritics: μεταῦθις Low diacritics: μεταύθις Capitals: ΜΕΤΑΥΘΙΣ
Transliteration A: metaûthis Transliteration B: metauthis Transliteration C: metaythis Beta Code: metau=qis

English (LSJ)

Ion. μεταῦτις, Adv.

   A afterwards, thereupon, A.Eu.478, 498 (lyr.), Hdt.1.62.

German (Pape)

[Seite 155] in Zukunft, Aesch. Eum. 456.

Greek (Liddell-Scott)

μεταῦθις: Ἰων. μεταῦτις, Ἐπίρρ., μετὰ ταῦτα, μετὰ τοῦτο, τότε, Ἡρόδ. 1. 62, Αἰσχύλ. Εὐμ. 478, 498.

French (Bailly abrégé)

adv.
plus tard, ensuite.
Étymologie: μετά, αὖθις.

Greek Monolingual

μεταῡθις και ιων. τ. μεταῡτις (Α)
επίρρ. μετά από αυτό ή μετά από αυτά, κατόπιν, τότε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + αὖθις «αμέσως»].

Greek Monotonic

μεταῦθις: Ιων. -αῦτις, επίρρ., ύστερα, κατόπιν, σε Ηρόδ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μεταῦθις: ион. μεταῦτις adv. потом, после Her., Aesch.