μετανοέω: Difference between revisions
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μετανοέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[αλλάζω]] [[γνώμη]] ή [[επιδίωξη]], σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[μεταμελούμαι]], σε Αντιφ. κ.λπ. | |lsmtext='''μετανοέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[αλλάζω]] [[γνώμη]] ή [[επιδίωξη]], σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[μεταμελούμαι]], σε Αντιφ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μετανοέω:''' <b class="num">1)</b> менять мнение, передумывать (μετανοήσας [[εἶπον]] Plat.): ἠναγκαζόμεθα μ. Xen. мы были вынуждены изменить мнение;<br /><b class="num">2)</b> раскаиваться, сожалеть (περί τινος Plut. и τινι, ἐπί τινι Luc.; [[ἀπό]] τινος, ἔκ τινος и ἐπί τινι NT): [[δέδια]], μὴ [[ὕστερον]] μετανοήσητε Luc. боюсь, не пришлось бы вам впоследствии раскаиваться;<br /><b class="num">3)</b> культ. каяться (ἐν σάκκῳ καὶ σποδῷ NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 1 January 2019
English (LSJ)
A perceive afterwards or too late, opp. προνοέω, Epich. [280]; opp. προβουλεύομαι, Democr.66; concur subsequently, τισι BGU747 i 11 (ii A. D.). 2 change one's mind or purpose, Pl. Euthd.279c, Men.Epit.72; μ. μὴ οὔτε . . τῶν χαλεπῶν ἔργων ᾖ τὸ . . ἄρχειν change one's opinion and think that it is not... X.Cyr.1.1.3. 3 repent, Antipho 2.4.12; ἐν τοῖς ἀνηκέστοις Id.5.91: freq. in LXX and NT, Si.48.15, al.; ἀπὸ τῆς κακίας Act.Ap.8.22; ἐκ τῶν ἔργων Apoc.9.20; ἐπὶ τῇ ἀκαθαρσίᾳ 2 Ep.Cor.12.21, cf. OGI751.9 (Amblada, ii B. C.); ἐπί τινι Luc.Salt.84, etc.; περί τινων Plu.Galb.6; τοῖς πεπραγμένοις Id.Agis 19: c. part., μ. γενόμενος Ἕλλην Luc.Am. 36. 4 c. acc., repent of, τὴν ἄφιξιν J.BJ4.4.5.
German (Pape)
[Seite 151] seinen Sinn ändern, eigtl. umdenken; μετανοήσας εἶπον, Plat. Euthyd. 279 c; ήναγκαζόμεθα μετανοεῖν, Xen. Cyr. 1, 1, 3; Sp., δέδια, μὴ ὕστερον μετανοήσητε, Luc. D. Mort. 10, 1; c. partic., am. 36; bereuen, bes. im N. T., wo es auch mit ἀπό, ἔκ τινος verbunden wird; – nachher überdenken, im Ggstz von προνοεῖν, Epicharm. bei Stob. fl. 1, 14.
Greek (Liddell-Scott)
μετανοέω: νοῶ κατόπιν ἢ πολὺ ἀργά, ἀντίθ. τῷ προνοέω, Ἐπίχ. 131 Ahr. 2) μεταβάλλω γνώμην ἢ σκοπόν, Πλάτ. Εὐθύδ. 279C· ἠναγκαζόμεθα μετανοεῖν μὴ οὐ... τῶν χαλεπῶν ἔργων ᾖ τό... ἄρχειν, ἠναγκαζόμεθα νὰ μεταβάλλωμεν γνώμην καὶ νὰ νομίζωμεν ὅτι δέν..., Ξεν. Κύρ. 1. 1, 3. 3) μεταμέλομαι, μετανοῶ, Ἀντιφῶν 120. 28· ἐν τοῖς ἀνηκέστοις ὁ αὐτ. 140. 17· τινι, ἐπί τινι, Πλουτ. Ἆγις 19· ἐπί τινι Λουκ. περὶ Ὀρχ. 84, κτλ.· περί τινος Πλουτ. Γάλβ. 6· μετὰ μετοχ., μετενόει γενόμενος Ἕλλην Λουκ. Ἔρωτες 36.
French (Bailly abrégé)
-οῶ;
changer d’avis ; regretter, se repentir : τινι, ἐπί τινι, περί τινος, de qch.
Étymologie: μετά, νοέω.
English (Strong)
from μετά and νοιέω; to think differently or afterwards, i.e. reconsider (morally, feel compunction): repent.
English (Thayer)
μετάνω; future μετανοήσω; 1st aorist μετενόησα; from (Antiphon), Xenophon down; the Sept. several times for נִחַם; to change one's mind, i. e. to repent (to feel sorry that one has done this or that, ἐπί τίνι added (the dative of the wrong, Hebrew עַל, of (on account of) something (so Latin me paenitet alicujus rei), to repent (Latin paenitentiam agere): μετανοῶ ἐν σάκκῳ καί σποδῷ, clothed in sackcloth and besprinkled with ashes, to change one's mind for the better, heartily to amend with abhorrence of one's past sins: ἐξομολογούμενοι τάς ἁμαρτίας αὐτῶν; καρπούς ἀξίους τῆς μετανοίας, i. e. conduct worthy of a heart changed and abhorring sin); (μετανοεῖν εἰς τό κήρυγμα τίνος, εἰς, B. II:2d.; (Winer's Grammar, 397 (371)). Since τό μετανοεῖν expresses mental direction, the termini from which and to which may be specified: ἀπό τῆς κακίας, to withdraw or turn one's soul from, etc. (cf. Winer s Grammar, 622 (577); especially Buttmann, 322 (277)), ἐκ τίνος, ἐκ, I:6; (cf. Buttmann, 327 (281), and Winer's Grammar, as above)); μετανοεῖν καί ἐπιστρέφειν ἐπί τόν Θεόν, Winer's Grammar, 318 (298)), μεταμέλομαι.)
Greek Monotonic
μετανοέω: μέλ. -ήσω,
1. αλλάζω γνώμη ή επιδίωξη, σε Πλάτ., Ξεν.
2. μεταμελούμαι, σε Αντιφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
μετανοέω: 1) менять мнение, передумывать (μετανοήσας εἶπον Plat.): ἠναγκαζόμεθα μ. Xen. мы были вынуждены изменить мнение;
2) раскаиваться, сожалеть (περί τινος Plut. и τινι, ἐπί τινι Luc.; ἀπό τινος, ἔκ τινος и ἐπί τινι NT): δέδια, μὴ ὕστερον μετανοήσητε Luc. боюсь, не пришлось бы вам впоследствии раскаиваться;
3) культ. каяться (ἐν σάκκῳ καὶ σποδῷ NT).