μεταπλασμός: Difference between revisions

3
(25)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[μεταπλασμός]]) [[μεταπλάθω]]<br /><b>1.</b> η [[μετάπλαση]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> ο [[σχηματισμός]] ονομάτων ή χρόνων τών ρημάτων από ανύπαρκτη ονομαστική ή από ανύπαρκτο ενεστώτα, π.χ. <i>ἀλκὶ πεποιθώς</i><br />(δοτ. <i>ἀλκὶ</i> από ανύπαρκτη ονομαστική <i>ἄλξ</i>) με [[σιγουριά]] για την [[αλκή]] του, τη δύναμή του<br /><b>μσν.</b><br />[[σφάλμα]] που γίνεται στον ποιητικό λόγο<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] πάλης.
|mltxt=ο (ΑΜ [[μεταπλασμός]]) [[μεταπλάθω]]<br /><b>1.</b> η [[μετάπλαση]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> ο [[σχηματισμός]] ονομάτων ή χρόνων τών ρημάτων από ανύπαρκτη ονομαστική ή από ανύπαρκτο ενεστώτα, π.χ. <i>ἀλκὶ πεποιθώς</i><br />(δοτ. <i>ἀλκὶ</i> από ανύπαρκτη ονομαστική <i>ἄλξ</i>) με [[σιγουριά]] για την [[αλκή]] του, τη δύναμή του<br /><b>μσν.</b><br />[[σφάλμα]] που γίνεται στον ποιητικό λόγο<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] πάλης.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταπλασμός:''' ὁ грам. метапласм, т. е. разносклоняемость или разноспрягаемость (напр.: [[ἀλκί]] к *ἄλξ, а не [[ἀλκή]]; μετέπεσον к *μεταπέσω, а не [[μεταπίπτω]]; сюда же относят и явления супплетивности, вроде [[φέρω]] - [[οἴσω]] - [[ἤνεγκα]]).
}}
}}