μοιχεία: Difference between revisions
(5) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μοιχεία:''' ἡ, [[μοιχεία]], ερωτική [[σχέση]] [[εκτός]] γάμου, σε Πλάτ. | |lsmtext='''μοιχεία:''' ἡ, [[μοιχεία]], ερωτική [[σχέση]] [[εκτός]] γάμου, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μοιχεία:''' ἡ тж. pl. совращение чужой жены, прелюбодеяние Plat., NT: οἱ νόμοι τῆς μοιχείας Lys. законы о прелюбодеянии. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:16, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A adultery, And.4.10, Lys. 1.36, Pl.R.443a (pl.); μοιχείας γραφαί Phot., Suid. s.v. πέμπτῃ φθίνοντος.
German (Pape)
[Seite 198] ἡ, Ehebruch; Andoc. 4, 10; im plur., Plat. Rep. IV, 443 a; Sp., wie Luc., oft.
Greek (Liddell-Scott)
μοιχεία: ἡ, ἡ πρᾶξις τοῦ μοιχεύειν ἢ μοιχεύεσθαι, Ἀνδοκ. 30. 17, Λυσ. 95. 13, Πλάτ. Πολ. 443Α· μοιχείας γραφαὶ Μένανδρ. ἐν «Χαλκίδι» 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
crime d’adultère.
Étymologie: μοιχός.
English (Strong)
from μοιχεύω; adultery: adultery.
English (Thayer)
μοιχειας, ἡ (μοιχεύω), adultery: plural (Winer s Grammar, § 27,3; Buttmann, § 123,2): Andocides (405 B.C.>), Lysias), Plato, Aeschines, Lucian, others.)
Greek Monolingual
η (ΑΜ μοιχεία) μοιχεύω
1. η παράβαση της συζυγικής πίστης, συζυγική απιστία, εξωσυζυγική σχέση.
Greek Monotonic
μοιχεία: ἡ, μοιχεία, ερωτική σχέση εκτός γάμου, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μοιχεία: ἡ тж. pl. совращение чужой жены, прелюбодеяние Plat., NT: οἱ νόμοι τῆς μοιχείας Lys. законы о прелюбодеянии.