μονόχηλος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μονόχηλος:''' ([[χηλή]]), Δωρ. -χαλος, -ον, αυτός που έχει μια μόνο [[χηλή]], [[οπλή]], σε Ευρ.
|lsmtext='''μονόχηλος:''' ([[χηλή]]), Δωρ. -χαλος, -ον, αυτός που έχει μια μόνο [[χηλή]], [[οπλή]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μονόχηλος:''' дор. [[μονόχαλος|μονόχᾱλος]] 2 однокопытный: μονόχαλα σφυρά Eur. (конские) копыта.
}}
}}

Revision as of 00:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόχηλος Medium diacritics: μονόχηλος Low diacritics: μονόχηλος Capitals: ΜΟΝΟΧΗΛΟΣ
Transliteration A: monóchēlos Transliteration B: monochēlos Transliteration C: monochilos Beta Code: mono/xhlos

English (LSJ)

Dor. μονό-χᾱλος, ον,

   A solid-hoofed, E.IA225 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 206] einklauig, mit ungespaltenen Hufen, μονόχαλα ὑπὸ σφυρά, Eur. l. A. 225.

Greek (Liddell-Scott)

μονόχηλος: Δωρ. -χᾱλος, ον, ὁ ἔχων τὴν χηλὴν μονοφυῆ, δηλ. ἄσχιστον, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 255.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονόχηλος, -ον δωρ. μονόχαλος)
(για ζώα) αυτός που έχει μία μόνο χηλή ή οπλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -χηλος (< χηλή «οπλή»), πρβλ. μακρό-χηλος, πολύ-χηλος].

Greek Monotonic

μονόχηλος: (χηλή), Δωρ. -χαλος, -ον, αυτός που έχει μια μόνο χηλή, οπλή, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μονόχηλος: дор. μονόχᾱλος 2 однокопытный: μονόχαλα σφυρά Eur. (конские) копыта.