μόθαξ: Difference between revisions
From LSJ
ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty
(25) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μόθαξ]], ὁ (Α)<br />[[μόθων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόθος]] «[[μάχη]], [[θόρυβος]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λείμ</i>-<i>αξ</i>). Για τη σημασιολογική [[εξέλιξη]] της λ. <b>βλ.</b> [[μόθος]]. | |mltxt=[[μόθαξ]], ὁ (Α)<br />[[μόθων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόθος]] «[[μάχη]], [[θόρυβος]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λείμ</i>-<i>αξ</i>). Για τη σημασιολογική [[εξέλιξη]] της λ. <b>βλ.</b> [[μόθος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μόθαξ:''' ᾰκος ὁ Plut. = [[μόθων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ,
A = μόθων 1.1, Phylarch.43 J., Plu.Cleom.8, Ael.VH 12.43.
German (Pape)
[Seite 197] ακος, ὁ, = μόθων, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
μόθαξ: -ᾰκος, ὁ, = μόθων, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 271Ε, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 43· - «μόθακες· οἱ ἅμα τρεφόμενοι τοῖς υἱοῖς δοῦλοι παῖδες» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
c. μόθων.
Greek Monolingual
μόθαξ, ὁ (Α)
μόθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόθος «μάχη, θόρυβος» + επίθημα -αξ (πρβλ. λείμ-αξ). Για τη σημασιολογική εξέλιξη της λ. βλ. μόθος.
Russian (Dvoretsky)
μόθαξ: ᾰκος ὁ Plut. = μόθων.