νεοσσός: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(5) |
(3b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεοσσός:''' ὁ ([[νέος]]), Αττ. [[νεοττός]],<br /><b class="num">1.</b> κλωσόπουλο, [[πουλάκι]], κοτοπουλάκι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάθε]] νεαρό ζώο, όπως ο [[νεαρός]] [[κροκόδειλος]], σε Ηρόδ.· λέγεται και για μικρά [[παιδιά]], σε Αισχύλ., Ευρ. | |lsmtext='''νεοσσός:''' ὁ ([[νέος]]), Αττ. [[νεοττός]],<br /><b class="num">1.</b> κλωσόπουλο, [[πουλάκι]], κοτοπουλάκι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάθε]] νεαρό ζώο, όπως ο [[νεαρός]] [[κροκόδειλος]], σε Ηρόδ.· λέγεται και για μικρά [[παιδιά]], σε Αισχύλ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεοσσός:''' атт. [[νεοττός]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> птенец Hom., Soph., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> детеныш (τοῦ κροκοδείλου Her.; ἵππου Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> дитя, отпрыск (πατρός Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 1 January 2019
English (LSJ)
Att. νεοττ-, ὁ, (νέος)
A young bird, nestling, chick, Il.2.311, 9.323, S.Ant.425, Ar.Av.835, Ev.Luc.2.24, etc.; ἀπτῆνες ν. Plu.2.48a. 2 any young animal, as a young crocodile, Hdt.2.68; of young children, A.Ch.256, 501, E.Alc.403 (lyr.), al., Pl.Lg.776a: fem., ἦν νεοττὸς καὶ νέα (sc. Lais) Epicr.3.15: in pl., young bees, X. Oec.7.34, Arist.HA624a22; Ἄρεως ν., of the cock, Ar.Av.835 (also ironically, of a person, Pl.Com.104): collective, ἵππου ν. the horse's brood, A.Ag.825. 3 yolk of an egg, Arist.HA565a3, Orac. ap. Chrysipp.Stoic.2.344; cf. νεοττίον.—The disyll. form νοσσός is cited in AB109 from A.Fr.113 and occurs in S.Oxy.2081 (b) Fr.3: this and cogn. forms (commonly found in later Gr.) are condemned as ἀδόκιμα by Phryn.182.
German (Pape)
[Seite 244] ὁ, att, νεοττός, das junge, neugeborne Thier; gew, von Vögeln, Il. 2, 311. 9, 323; Aesch. Sept. 508; Soph. Ant. 421; νεοττῶν γέννησιν καὶ τροφήν, Plat. Legg. VI, 776 a; Ar. Av. 1350 u. sonst; auch von anderen Thieren, z. B. ἵππου, Aesch. Ag. 799; Bienenbrut, Xen. Oec. 7, 34. – Auch von Menschen, das junge Kind; Her. 3, 109; Eur. Alc. 414 u. öfter; vgl. Aesch. Ch. 254. 494; Epicrat. bei Ath. XII, 570 c; Plut. u. Luc. Bei Men. auch vom Eidotter. – (Die Ableitung einiger Alten von νέος u. ὄσσεσθαι ist sicher falsch. Men. brauchte es auch zweisylbig, s. Mein. Men. 19.)
Greek (Liddell-Scott)
νεοσσός: Ἀττ. νεοττός, ὁ, (νέος) νεογέννητον μικρὸν πτηνόν, ὀρνίθιον, Ἰλ. Β. 311, Ι. 323, Σοφ. Ἀντ. 425, Ἀριστοφ. Ὄρν. 835, Πλάτ., κλ.˙ ὡς νεοσσοὶ τὰς κοχώνας θάλπουσιν Ἡρώνδας VII, 48. 2) παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως νέον ζῷον, οἷον μικρὸς τὴν ἡλικίαν κροκόδειλος, Ἡρόδ. 2. 68˙ ἐπὶ μικρῶν τέκνων (ὡς παρὰ Σαιξπήρῳ ὁ Macduff καλεῖ τὰ τέκνα του ‘pretty chickens, εὔμορφα ὀρνιθόπουλα), Αἰσχύλ. Χο. 256, 501, καὶ συχνάκις παρ’ Εὐρ., πρβλ. Monk εἰς Ἄλκ. 414, Πλάτ. Νόμ. 776Α˙ - καὶ περὶ θηλ., αὕτη γὰρ ὁπότ’ ἦν νεοττὸς καὶ νέα (περὶ τῆς Λαΐδος) Ἐπικράτης ἐν «Ἀντιλαΐδι» 1. 15˙ ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ νεαρῶν μελισσῶν, Ξεν Οἰκ. 7, 34, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 11˙ - Ἄρεος ν., ὀρνίθιον, δηλ. τέκνον τοῦ Ἄρεως, τολμηρὸς παῖς, Πλάτ. Κωμ. «Πείσ.» 6˙ ὡς περιληπτικὸν ὄνομα, ἵππου ν., ὁ γόνος τοῦ ἵππου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 825. - Ὁ δισύλλαβος τύπος νόσσος μνημονεύεται ἐν Α. Β. 109, ἐκ τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 110), ὁ δὲ Δινδ. διορθοῖ νόττιον ἀντὶ νεόττιον ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 547, 767, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 2˙ - ἅπερ θεωρητέα ὡς ἐξαιρέσεις τοῦ κανόνος τοῦ Φρυνίχ. σ. 206, ὅτι ταῦτα εἶναι ἀδόκιμα, πρβλ. νεοσσεύω ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
petit d’un oiseau, ou en gén. d’un animal ; p. ext. enfant, rejeton.
Étymologie: νέος.
English (Autenrieth)
(νέος): young (bird), fledgling. (Il.)
Spanish
English (Strong)
from νέος; a youngling (nestling): young.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ νεοσσός και νοσσός, Α αττ. τ. νεοττός)
1. (γενικά) μικρό πουλί που μόλις βγήκε από το αβγό του («ἐὰν δὲ μὴ εὑρίσκῃ ἡ χεὶρ αὐτοῡ... δύο νεοσσοὺς περιστερῶν», ΠΔ)
2. άνθρωπος ή ζώο που μόλις γεννήθηκε, νεογνό ζώου ή ανθρώπου
νεοελλ.
(ειδικά) μικρό κοτόπουλο, κλωσσοπούλι, κλωσσόπουλο
αρχ.
1. κρόκος αβγού
2. θωπευτική προσφώνηση αγαπημένου προσώπου («καλοῡμαι ὁ σός... νεοσσός», Ευρ.)
3. (ως θηλ.) ἡ νεοττός
λεγόταν σχετικά με την εταίρα Λαΐδα
4. φρ. «ἵππου νεοττός»
(περιλπτ.) το άριστο και ακμαίο ιππικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρ. ή συνθ. του νέος, που θυμίζει τα περισσός, ἔπισσαι. Η υπόθεση ότι η λ. είναι συνθ. με α' συνθετικό νε(ο)- και β' συνθετικό kyo- του κεῖμαι δεν φαίνεται πειστική].
Greek Monotonic
νεοσσός: ὁ (νέος), Αττ. νεοττός,
1. κλωσόπουλο, πουλάκι, κοτοπουλάκι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.
2. κάθε νεαρό ζώο, όπως ο νεαρός κροκόδειλος, σε Ηρόδ.· λέγεται και για μικρά παιδιά, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
νεοσσός: атт. νεοττός ὁ
1) птенец Hom., Soph., Plat.;
2) детеныш (τοῦ κροκοδείλου Her.; ἵππου Aesch.);
3) дитя, отпрыск (πατρός Aesch.).