νειοκόρος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νειοκόρος:''' ὁ, ἡ, Ιων. αντί [[νεωκόρος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''νειοκόρος:''' ὁ, ἡ, Ιων. αντί [[νεωκόρος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''νειοκόρος:''' ὁ ион. = [[νεωκόρος]] I.
}}
}}

Revision as of 00:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νειοκόρος Medium diacritics: νειοκόρος Low diacritics: νειοκόρος Capitals: ΝΕΙΟΚΟΡΟΣ
Transliteration A: neiokóros Transliteration B: neiokoros Transliteration C: neiokoros Beta Code: neioko/ros

English (LSJ)

ὁ, ἡ, Ion. for νεωκόρος, AP6.356 (Pancrat.).

German (Pape)

[Seite 237] ion. = νεωκόρος, Pancrat. ep. 1 (VI, 356).

Greek (Liddell-Scott)

νειοκόρος: ὁ, ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ νεωκόρος, Ἀνθ. Π. 6. 356.

Greek Monolingual

νειοκόρος, ὁ, ἡ (Α)
ιων. τ. βλ. νεωκόρος.

Greek Monotonic

νειοκόρος: ὁ, ἡ, Ιων. αντί νεωκόρος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νειοκόρος: ὁ ион. = νεωκόρος I.