ξενότιμος: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ξενότῑμος:''' -ον ([[τιμή]]), αυτός που προσφέρει τιμές σε ξένους, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ξενότῑμος:''' -ον ([[τιμή]]), αυτός που προσφέρει τιμές σε ξένους, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξενότῑμος:''' чтящий гостей или чужеземцев Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A honouring strangers, A.Eu.547 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 278] Gastfreunde od. Fremde ehrend, Aesch. Eum. 547.
Greek (Liddell-Scott)
ξενότῑμος: -ον, ὁ τιμῶν τοὺς ξένους, Αἰσχύλ. Εὐμ. 546.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui honore les hôtes ou les étrangers.
Étymologie: ξένος, τιμάω.
Greek Monolingual
ξενότιμος, -ον (Α)
αυτός που τιμά τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -τιμος (< τιμή), πρβλ. φιλό-τιμος].
Greek Monotonic
ξενότῑμος: -ον (τιμή), αυτός που προσφέρει τιμές σε ξένους, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ξενότῑμος: чтящий гостей или чужеземцев Aesch.