νοθεία: Difference between revisions
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νοθεία:''' ἡ, [[γέννηση]] [[εκτός]] νόμιμου γάμου, σε Πλούτ. | |lsmtext='''νοθεία:''' ἡ, [[γέννηση]] [[εκτός]] νόμιμου γάμου, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νοθεία:''' ἡ незаконнорожденность, внебрачность Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A birth out of wedlock or by a marriage with an inferior, Plu.Them.1, Aem.8, Comp.Ages.Pomp.1. II spuriousness, τινὲς νοθείαν τοῦ πρώτου βιβλίου κατεψηφίσαντο Olymp.in Mete.4.16.
Greek (Liddell-Scott)
νοθεία: ἡ, (νοθεύω) ἡ γέννησις οὐχὶ ἐκ νομίμου γάμου, τὸ μὴ γνήσιον, Πλουτ. Θεμιστ. 1, Αἰμίλ. 8, Σύγκρ. Ἀγησ. καὶ Πομπ. 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bâtardise, naissance illégitime.
Étymologie: νόθος.
Greek Monolingual
η (ΑΜ νοθεία) νοθεύω
1. αλλοίωση της γνησιότητας ενός πράγματος με ξένα συστατικά που προστίθενται σε αυτό («νοθεία κρασιού»)
2. παραποίηση της πραγματικότητας με αλλοίωση τών στοιχείων ή με προσθήκη ψεύτικων στοιχείων, πλαστότητα («εκλογική νοθεία»)
αρχ.
η γέννηση από μη νόμιμο γάμο ή από γάμο με ταπεινούς γονείς («μὴ γνήσιον ἔχων ὁ οἶκος διάδοχον ἀποκαλύψῃ τὴν ἐκείνου νοθείαν», Πλούτ.).
Greek Monotonic
νοθεία: ἡ, γέννηση εκτός νόμιμου γάμου, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
νοθεία: ἡ незаконнорожденность, внебрачность Plut.