ξεναγέτης: Difference between revisions
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ξενᾱγέτης:''' -ου, ὁ, αυτός που αναλαμβάνει τη [[φροντίδα]] των καλεσμένων, σε Πίνδ. | |lsmtext='''ξενᾱγέτης:''' -ου, ὁ, αυτός που αναλαμβάνει τη [[φροντίδα]] των καλεσμένων, σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξενᾱγέτης:''' дор. [[ξεναγέτας|ξενᾱγέτᾱς]], α adj. m гостеприимный ([[Δελφοί]] Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who takes charge of guests, Δελφοὶ ξ. the hospitable Delphians, Pi.N.7.43.
German (Pape)
[Seite 275] ὁ, der die Fremden oder Gäste herumführt, der Wirth, Pind. N. 7, 43.
Greek (Liddell-Scott)
ξενᾱγέτης: -ου, ὁ ὁδηγῶν καὶ περιποιούμενος τοὺς ξένους ἢ φίλους, ξ. Δελφοί, οἱ φιλόξενοι Δελφοί, Πινδ. Ν. 7. 63.
Greek Monolingual
ο (Α ξεναγέτης)
νεοελλ.
άτομο εντεταλμένο να συνοδεύει επίσημο, ξένο που επισκέπτεται μια χώρα, ο ξεναγός
αρχ.
πρόσωπο που οδηγούσε και περιποιούνταν τους ξένους ή τους φιλοξενουμένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ᾱγέτης, δωρ. τ. του ἡγέτης (πρβλ. νυμφ. -αγέτης)].
Greek Monotonic
ξενᾱγέτης: -ου, ὁ, αυτός που αναλαμβάνει τη φροντίδα των καλεσμένων, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ξενᾱγέτης: дор. ξενᾱγέτᾱς, α adj. m гостеприимный (Δελφοί Pind.).