ὁλμίσκος: Difference between revisions
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
(28) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ὁλμίσκος]]) [[όλμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μικρός]] όλμος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κοίλη]] σιδερένια [[υποδοχή]] στην οποία εισέρχεται η [[στρόφιγγα]] της θύρας προκειμένου να ανοίξει ή να κλείσει («ἐπὶ τῆς κλεισμένης ἢ ἀνοιγομένης θύρας ὁ μὲν κατὰ τοῡ ὁλμίσκου βεβηκὼς στροφεὺς τῷ αὐτῷ ἐν στρέφεται τόπῳ», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>2.</b> [[φατνίο]] δοντιού<br /><b>3.</b> [[τεμάχιο]] κώνου<br /><b>4.</b> μικρό [[γουδί]]. | |mltxt=ο (Α [[ὁλμίσκος]]) [[όλμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μικρός]] όλμος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κοίλη]] σιδερένια [[υποδοχή]] στην οποία εισέρχεται η [[στρόφιγγα]] της θύρας προκειμένου να ανοίξει ή να κλείσει («ἐπὶ τῆς κλεισμένης ἢ ἀνοιγομένης θύρας ὁ μὲν κατὰ τοῡ ὁλμίσκου βεβηκὼς στροφεὺς τῷ αὐτῷ ἐν στρέφεται τόπῳ», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>2.</b> [[φατνίο]] δοντιού<br /><b>3.</b> [[τεμάχιο]] κώνου<br /><b>4.</b> μικρό [[γουδί]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁλμίσκος:''' ὁ [demin. к [[ὅλμος]] дверной крюк (на который надевается дверная петля) Sext. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ, Dim. of
A ὅλμος 11, socket of the hinge of a door, S.E.M.10.54, PLond.3.1177.232 (ii A. D.). 2 tooth-socket, Ruf.Onom.55 ; the hollows of the molar teeth, Poll.2.93(pl.). 3 frustum of a cone, POxy.470r.35.
German (Pape)
[Seite 324] ὁ, dim. von ὅλμος, kleiner Mörser; bei Sext. Emp. adv. phys. 2, 54 der Angelhaken an der Thür; Poll. 2, 93 erkl. αἱ τῶν μύλων κοιλότητες, s. ὅλμος.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλμίσκος: ὁ, ὑποκοριστ. τοῦ ὅλμος ΙΙ, μικρὸν ἰγδίον, Πολυδ. Β΄, 93. 2) τὸ κοῖλον σιδήριον εἰς ὃ εἰσέρχεται ὁ στρόφιγξ τῆς ἀνοιγόμενης καὶ κλειομένης θύρας, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 54.
Greek Monolingual
ο (Α ὁλμίσκος) όλμος
νεοελλ.
μικρός όλμος
αρχ.
1. η κοίλη σιδερένια υποδοχή στην οποία εισέρχεται η στρόφιγγα της θύρας προκειμένου να ανοίξει ή να κλείσει («ἐπὶ τῆς κλεισμένης ἢ ἀνοιγομένης θύρας ὁ μὲν κατὰ τοῡ ὁλμίσκου βεβηκὼς στροφεὺς τῷ αὐτῷ ἐν στρέφεται τόπῳ», Σέξτ. Εμπ.)
2. φατνίο δοντιού
3. τεμάχιο κώνου
4. μικρό γουδί.
Russian (Dvoretsky)
ὁλμίσκος: ὁ [demin. к ὅλμος дверной крюк (на который надевается дверная петля) Sext.