οἰστρήλατος: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰστρήλᾰτος:''' -ον ([[ἐλαύνω]]), αυτός που έχει δεχτεί [[τσίμπημα]] εντόμου, [[μανιώδης]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''οἰστρήλᾰτος:''' -ον ([[ἐλαύνω]]), αυτός που έχει δεχτεί [[τσίμπημα]] εντόμου, [[μανιώδης]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰστρήλᾰτος:''' возбуждаемый слепнем ([[δεῖμα]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:54, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A driven by a gadfly, δεῖμα A.Pr.580 (lyr.), cf. E.Oxy.2078 Fr.1.15.
Greek (Liddell-Scott)
οἰστρήλᾰτος: -ον, ὁ ὑπὸ οἴστρου κεντούμενος, διωκόμενος, δεῖμα Αἰσχύλ. Πρ. 580· πρβλ. οἰστροδίνητος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tourmenté par la piqûre d’un taon ; fig. furieux, affolé.
Étymologie: οἶστρος, ἐλαύνω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α οἰστρήλατος, -ον)
(για ζώα) αυτός που διεγέρθηκε από τσίμπημα οίστρου και βρίσκεται σε κατάσταση μανίας
νεοελλ.
μεταρσιωμένος, εμπνευσμένος, ενθουσιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ-ήλατος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
οἰστρήλᾰτος: -ον (ἐλαύνω), αυτός που έχει δεχτεί τσίμπημα εντόμου, μανιώδης, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
οἰστρήλᾰτος: возбуждаемый слепнем (δεῖμα Aesch.).