οὔπως: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οὔπως:''' ή [[οὔπως]], Ιων. [[οὔκως]], επίρρ., με κανένα τρόπο, ουδόλω, με [[τίποτε]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. | |lsmtext='''οὔπως:''' ή [[οὔπως]], Ιων. [[οὔκως]], επίρρ., με κανένα τρόπο, ουδόλω, με [[τίποτε]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οὔπως:''' ион. [[οὔκως]] adv. тж. раздельно никоим образом, решительно никак: ἀλλ᾽ οὔ. [[ἅμα]] πάντα θεοὶ [[δόσαν]] ἀνθρώποισιν Hom. но боги отнюдь (никогда) не давали людям все сразу; οὔ. [[κως]] ἤκουον Her. они и слышать не хотели. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 1 January 2019
English (LSJ)
or οὔ πως, Ion. οὔκως Hdt.1.33:—Adv.
A no-how, in no wise, not at all, giving the greatest possible strength to the negation, Il. 4.320, etc.; separated, οὐ μέν πως 2.203, 4.158, etc.
German (Pape)
[Seite 416] auf keine Weise, ganz u. gar nicht, oft bei Hom.
Greek (Liddell-Scott)
οὔπως: ἢ οὔ πως, Ἰων. οὔκως, ἐπίρρ., οὐδαμῶς, κατ’ οὐδένα τρόπον, οὐδόλως, ἐπιτεινομένης πλεῖστον ὅσον τῆς ἀρνήσεως, Ἰλ. Δ. 320, κλ.· διαιρούμενον διὰ παρεμπιπτούσης λέξεως, οὐ μέν πως, Β. 203., Δ. 158, κτλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
en aucune façon, nullement.
Étymologie: οὐ, πῶς.
English (Autenrieth)
nohow, on no terms.
Greek Monolingual
οὔπως ή οὔ πως και ιων. τ. οὔκως (Α)
επίρρ. (επιτ. αρνήσεως) με κανέναν τρόπο, με τίποτε.
Greek Monotonic
οὔπως: ή οὔπως, Ιων. οὔκως, επίρρ., με κανένα τρόπο, ουδόλω, με τίποτε, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
οὔπως: ион. οὔκως adv. тж. раздельно никоим образом, решительно никак: ἀλλ᾽ οὔ. ἅμα πάντα θεοὶ δόσαν ἀνθρώποισιν Hom. но боги отнюдь (никогда) не давали людям все сразу; οὔ. κως ἤκουον Her. они и слышать не хотели.