ὀρικτίτης: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
(6_3)
(3b)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρικτίτης''': [ῐ], -ου, ὁ, ([[κτίζω]]) ὁ κατοικῶν ἐπὶ τῶν ὀρέων, συχνάζων ἀνὰ τὰ ὄρη, ὑὸς ὀρικτίτου (διάφ. γραφ. ὀρεικτίτου), Πινδ. Ἀποσπ. 267.
|lstext='''ὀρικτίτης''': [ῐ], -ου, ὁ, ([[κτίζω]]) ὁ κατοικῶν ἐπὶ τῶν ὀρέων, συχνάζων ἀνὰ τὰ ὄρη, ὑὸς ὀρικτίτου (διάφ. γραφ. ὀρεικτίτου), Πινδ. Ἀποσπ. 267.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρικτίτης:''' v. l. [[ὀρείκτιτος]] 2 (τῐ) обитающий в горах ([[σῦς]] Pind.).
}}
}}

Latest revision as of 01:16, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 378] ὁ, nur συὸς ὀρικτίτου, Pind. frg. 267, wofür Schol. Eur. Phoen. 687 Malth. richtiger ὀρεικτίτου steht; wahrscheinlich aber ist ὀρεικτίστης zu ändern.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρικτίτης: [ῐ], -ου, ὁ, (κτίζω) ὁ κατοικῶν ἐπὶ τῶν ὀρέων, συχνάζων ἀνὰ τὰ ὄρη, ὑὸς ὀρικτίτου (διάφ. γραφ. ὀρεικτίτου), Πινδ. Ἀποσπ. 267.

Russian (Dvoretsky)

ὀρικτίτης: v. l. ὀρείκτιτος 2 (τῐ) обитающий в горах (σῦς Pind.).