ὀψωνία: Difference between revisions

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
(30)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀψωνία]], ἡ (Α) [[οψώνης]]<br />[[αγορά]] τροφίμων [[ιδίως]] ψαριών.
|mltxt=[[ὀψωνία]], ἡ (Α) [[οψώνης]]<br />[[αγορά]] τροφίμων [[ιδίως]] ψαριών.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀψωνία:''' ἡ закупка продовольствия Plut.
}}
}}

Revision as of 01:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψωνία Medium diacritics: ὀψωνία Low diacritics: οψωνία Capitals: ΟΨΩΝΙΑ
Transliteration A: opsōnía Transliteration B: opsōnia Transliteration C: opsonia Beta Code: o)ywni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A purchase of fish, etc., catering, Critias 60 D., Antiph.184, Alex.186.2; ἔφερε ἕκαστος . . πρὸς τούτοις (viz. food) εἰς ὀ. μικρόν τι κομιδῇ νομίσματος (in the Spartan φειδίτια) Plu.Lyc.12, cf. Dicaearch.Hist.23.

German (Pape)

[Seite 434] ἡ, das Einkaufen der Zukost, bes. der Fische, Plut. Lyc. 12.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψωνία: ἡ, τὸ ἀγοράζειν τροφὰς ἢ ἰχθῦς, καθόλου, τὸ «ψώνισμα», Κριτίας 50, Ἀντιφάνης ἐν «Παρασίτῳ» 4, Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 1.

Greek Monolingual

ὀψωνία, ἡ (Α) οψώνης
αγορά τροφίμων ιδίως ψαριών.

Russian (Dvoretsky)

ὀψωνία: ἡ закупка продовольствия Plut.