παρίσχω: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρίσχω:''' [[παράλληλος]] [[τύπος]] του [[παρέχω]], [[κρατώ]] σε [[ετοιμότητα]], έχω [[κάτι]] έτοιμο, σε Ομήρ. Ιλ.· [[παρουσιάζω]], [[προσφέρω]], στο ίδ.
|lsmtext='''παρίσχω:''' [[παράλληλος]] [[τύπος]] του [[παρέχω]], [[κρατώ]] σε [[ετοιμότητα]], έχω [[κάτι]] έτοιμο, σε Ομήρ. Ιλ.· [[παρουσιάζω]], [[προσφέρω]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρίσχω:''' (inf. praes. παρισχέμεν) Hom. = [[παρέχω]].
}}
}}

Revision as of 01:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρίσχω Medium diacritics: παρίσχω Low diacritics: παρίσχω Capitals: ΠΑΡΙΣΧΩ
Transliteration A: paríschō Transliteration B: parischō Transliteration C: parischo Beta Code: pari/sxw

English (LSJ)

   A = παρέχω, hold in readiness, Ep. inf. παρισχέμεν Il.4.229 ; present, offer, 9.638, Pi.P.8.76 ; provide, IG7.3073.10 (Lebad.), SIG 245 Gi46 (Delph., iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 524] Nebenform von παρέχω, bereit halten, Il. 4, 229, darbieten, 9, 639.

Greek (Liddell-Scott)

παρίσχω: τύπος παράλληλος τοῦ παρέχω, παρισχέμεν (τοὺς ἵππους), παρασχεῖν, προσαγαγεῖν αὐτῷ, Ἰλ. Δ. 229˙ παρέχω, προσφέρω, αὐτόθι Ι. 638, Πινδ. Π. 8. 109.

French (Bailly abrégé)

prés. inf. épq. παρισχέμεν;
c. παρέχω.
Étymologie: παρά, ἴσχω.

English (Autenrieth)

(parallel form of παρέχω), inf. παρισχέμεν: hold by or ready, offer; τινί τι, Δ 22, Il. 9.638.

English (Slater)

παρίσχω v. παρέχω.

Greek Monolingual

Α
1. ετοιμάζω, κρατάω έτοιμο, έχω κοντά
2. προσφέρω, δίνω, παρέχω κάτι
3. προνοώ, προβλέπω, προμηθεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἴσχω «κρατώ πίσω, εμποδίζω»].

Greek Monotonic

παρίσχω: παράλληλος τύπος του παρέχω, κρατώ σε ετοιμότητα, έχω κάτι έτοιμο, σε Ομήρ. Ιλ.· παρουσιάζω, προσφέρω, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

παρίσχω: (inf. praes. παρισχέμεν) Hom. = παρέχω.