πεποίθομεν: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(5)
(3b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πεποίθομεν:''' Επικ. αντί <i>πεποίθωμεν</i>, αʹ πληθ. υποτ. παρακ. του [[πείθω]].
|lsmtext='''πεποίθομεν:''' Επικ. αντί <i>πεποίθωμεν</i>, αʹ πληθ. υποτ. παρακ. του [[πείθω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πεποίθομεν:''' эп. (= πεποίθωμεν) 1 л. pl. pf. 2 conjct. к [[πείθω]].
}}
}}

Revision as of 01:52, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

πεποίθομεν: Ἐπικ. ἀντὶ πεποίθωμεν, Ὀδ. Κ. 335.

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. sbj. pf. épq. de πείθω.

Greek Monotonic

πεποίθομεν: Επικ. αντί πεποίθωμεν, αʹ πληθ. υποτ. παρακ. του πείθω.

Russian (Dvoretsky)

πεποίθομεν: эп. (= πεποίθωμεν) 1 л. pl. pf. 2 conjct. к πείθω.