πέπων: Difference between revisions
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
(31) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[πέπων]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[πεπονιά]] και ο [[καρπός]] της, δηλ. το [[πεπόνι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για καρπούς) αυτός που κατέστη [[μαλακός]] από τον ήλιο, ώριμος, [[γινωμένος]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για το [[κρασί]]) [[εύγευστος]], [[γλυκός]]<br /><b>3.</b> (για αποστήματα) [[έτοιμος]] για [[εμπύηση]]<br /><b>4.</b> [[ήπιος]], μετριασμένος («πεπαίτερα ῥεύματα», Ιπποκρ.)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> α) (<b>για πρόσ.</b>) i) [[πράος]], [[ανεξίκακος]]<br />ii) [[μαλθακός]], [[νωθρός]]<br />β) (για πράγματα) [[ελαφρός]], [[μικρός]] («ὅτ' ἤδη πᾱς ὁ [[μόχθος]] ἦν [[πέπων]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (η κλητ. εν. ως [[προσφώνηση]] αγαπημένου προσώπου ή ζώου) <i>πέπον</i><br />[[καλέ]] μου, γλυκέ μου (α. «πέπον Καπανηϊάδη», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β) «κριὲ πέπον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πέπων]] [[σίκυος]]» ή «[[πέπων]] σικυός» — ο [[καρπός]] του φυτού πέπονος του κοινού, το [[πεπόνι]], το οποίο τρώγεται μόνο όταν [[είναι]] ώριμο, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον [[σίκυον]], δηλ. το [[αγγούρι]], το οποίο τρώγεται μόνον όταν [[είναι]] άγουρο<br />β) «πέπονα ποιῶ τινα»<br /><b>μτφ.</b> [[μαλακώνω]] τα [[πλευρά]] κάποιου με [[μαστίγωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαίος τ. που ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>pek</i><sup>w</sup> του [[πέσσω]] «[[ωριμάζω]]» με [[επίθημα]] -<i>ων</i>- (<b>πρβλ.</b> [[κώδων]]) και συνδέεται με: αρχ. ινδ. <i>pak</i>-<i>va</i>- και ιραν. <i>pašto</i>, pox «ώριμος» Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>pep</i><i>ō</i>), ενώ το υποκορ. του [[πέπων]], <i>πεπόν</i>-<i>ιον</i> έδωσε στη Νέα Ελληνική τον τ. [[πεπόνι]]]. | |mltxt=ο / [[πέπων]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[πεπονιά]] και ο [[καρπός]] της, δηλ. το [[πεπόνι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για καρπούς) αυτός που κατέστη [[μαλακός]] από τον ήλιο, ώριμος, [[γινωμένος]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για το [[κρασί]]) [[εύγευστος]], [[γλυκός]]<br /><b>3.</b> (για αποστήματα) [[έτοιμος]] για [[εμπύηση]]<br /><b>4.</b> [[ήπιος]], μετριασμένος («πεπαίτερα ῥεύματα», Ιπποκρ.)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> α) (<b>για πρόσ.</b>) i) [[πράος]], [[ανεξίκακος]]<br />ii) [[μαλθακός]], [[νωθρός]]<br />β) (για πράγματα) [[ελαφρός]], [[μικρός]] («ὅτ' ἤδη πᾱς ὁ [[μόχθος]] ἦν [[πέπων]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (η κλητ. εν. ως [[προσφώνηση]] αγαπημένου προσώπου ή ζώου) <i>πέπον</i><br />[[καλέ]] μου, γλυκέ μου (α. «πέπον Καπανηϊάδη», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β) «κριὲ πέπον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πέπων]] [[σίκυος]]» ή «[[πέπων]] σικυός» — ο [[καρπός]] του φυτού πέπονος του κοινού, το [[πεπόνι]], το οποίο τρώγεται μόνο όταν [[είναι]] ώριμο, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον [[σίκυον]], δηλ. το [[αγγούρι]], το οποίο τρώγεται μόνον όταν [[είναι]] άγουρο<br />β) «πέπονα ποιῶ τινα»<br /><b>μτφ.</b> [[μαλακώνω]] τα [[πλευρά]] κάποιου με [[μαστίγωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαίος τ. που ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>pek</i><sup>w</sup> του [[πέσσω]] «[[ωριμάζω]]» με [[επίθημα]] -<i>ων</i>- (<b>πρβλ.</b> [[κώδων]]) και συνδέεται με: αρχ. ινδ. <i>pak</i>-<i>va</i>- και ιραν. <i>pašto</i>, pox «ώριμος» Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>pep</i><i>ō</i>), ενώ το υποκορ. του [[πέπων]], <i>πεπόν</i>-<i>ιον</i> έδωσε στη Νέα Ελληνική τον τ. [[πεπόνι]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πέπων:''' 2, gen. ονος (compar. [[πεπαίτερος]])<br /><b class="num">1)</b> созревший, спелый ([[καρπός]] Her.; [[βότρυς]] Xen.): [[σίκυος]] π. Arst. предполож. тыква;<br /><b class="num">2)</b> смягченный, кроткий, мягкий: πεπαιτέρα [[μοῖρα]] τῆς τυραννίδος Aesch. смерть приятнее тираннии; [[μόχθος]] π. Soph. утихшая боль; ἐχθροῖς π. Aesch. милостивый к врагам;<br /><b class="num">3)</b> (в обращении) милый, дорогой (ὦ [[πέπον]] Hom.);<br /><b class="num">4)</b> малодушный, робкий: ὦ πέπονες Ἀχαιΐδες, οὐκέτ᾽ [[Ἀχαιοί]]! Hom. о малодушные, ахеянки (вы), а не ахейцы больше! | |||
}} | }} |
Revision as of 01:56, 1 January 2019
English (LSJ)
ον, gen. ονος : Comp. and Sup. πεπαίτερος, -τατος :—prop. of fruit,
A cooked by the sun, ripe, B.Fr.34, Hdt.4.23, S.Fr.181 ; ἄπιος Alex.33.5 (Sup.); opp. ὠμός, Ar.Eq.260, X.Oec.19.19 ; of wine, mellow, Ar.Fr.579, etc.; πέπονα ποιεῖν τινα, by beating him, Com.Adesp.125. b of abscesses, ripe, ready to suppurate, Hermipp. 30. 2 σίκυος π. a kind of gourd or melon, not eaten till quite ripe (whereas the σίκυος was eaten unripe), Hp.Morb.3.17, Vict.2.55, Pl. Com.64.4, Anaxil.36, Arist.Pr.926b4, Diocl.Fr.120; πέπων alone distd. from σίκυος, τοὺς σικύους καὶ τοὺς πέπονας LXXNu.11.5, cf. Speus. ap. Ath.2.68e, Phan.Hist.34, Dsc.2.135, etc.: prov., μαλθακώτερος πέπονος σικύου Theopomp.Com.72 ; ἀνὴρ ἐκεῖνος ἦν πεπαίτερος μόρων A.Fr.264 ; π. ἀπίοιο Theoc.7.120. II metaph., as always in Hom. (more freq. in Il. than in Od.), and in Hes., in addressing a person, mostly as a term of endearment or familiarity, kind, gentle, πέπον Καπανηϊάδη Il.5.109 ; Κύκνε πέπον Hes.Sc.350 ; ὦ πέπον good brother!, gentle sir!, Il.6.55, 9.252, Hes.Th.544, 560, etc.; κριὲ πέπον my pet ram (says Polyphemus), Od.9.447 : Comp., of a ἑταίρα, Xenarch.4.9 : in bad sense, ὦ πέπονες ye weaklings! Il.2.235. 2 mild, less acrid, ῥεύματα Hp.VM19 (Comp.) : hence metaph., mild, gentle, πεπαιτέρα γὰρ μοῖρα τῆς τυραννίδος A.Ag.1365 ; μόχθος πέπων softened pain, S.OC437, etc.: c. dat., ἐχθροῖσι π. gentle to thy foes, A.Eu.66. (Cf. πέπειρος, πέσσω.)
German (Pape)
[Seite 561] ονος (πέπτω, πέσσω), 1; eigtl. von Früchten, von der Sonne gekocht, also reif, weich, mürbe; Soph. fr. 190; Her. 4, 23; bei Ar. dem ὠμός entgeggstzt, Equ. 260 Par 1132; πέπονες βότρυς, Xen. Oec. 19, 19; Theophr. u. Sp. – Bes. σίκυος πέπων, auch πέπων allein, eine gurken- od. melonenähnliche Frucht, Pfebe od. Angurie, die nur reif gegessen wurde, während man die eigentliche Gurke, σίκυος, unreif aß, vgl. Ath. II c. 78 (68); daher sprichwörtlich als Bezeichnung der größten Weichheit, πέπονος μαλακώτερος, Ath. a. a. O., übh. weichlich, zart. – 2; Bei Hom. u. Hes. immer in übertragener Bdtg, nur in der Anrede, πέπον, ὦ πέπον, u. plur. ὦ πέπονες, bald allein, bald bei einem subst., gew. in gutem Sinne, als freundliche, schmeichelnde Anrede od. Begrüßung, Il. 5, 109. 6, 55 u. öfter, trauter, lieber; auch einmal vom Polyphem an seinen Widder gerichtet, κριὲ πέπον, trauter Widder, Od. 9, 447. Ader Il. 2, 235, ὦ πέπονες, κάκ' ἐλέγχε', Ἀχαιΐδες, οὐκέτ' Ἀχαιοί, im schlimmen Sinne, weichlich, feig, vgl. 13, 120; u. so auch Hes. Sc. 350; vgl. Th. 544. 560, wo auch die tadelnde Beziehung nahe liegt. – Mild, freundlich heißt es auch Aesch. Eum. 66, ἐχθροῖσι τοῖς σοῖς οὐ γενήσομαι πέπων; auch von Sachen, ὅτ' ἤδη πᾶς ὁ μόχθος ἦν πέπων, Soph. O. C. 438. – Der compar. πεπαίτερος u. superl. πεπαίτατος ist oben bes. aufgeführt.
Greek (Liddell-Scott)
πέπων: -ον, γεν. -ονος· συγκρ. καὶ ὑπερθ. πεπαίτερος, -ατος· - κυρίως ἐπὶ καρποῦ, ὁ ὑπὸ τοῦ ἡλίου πεπανθείς, ὥριμος, Λατ. mitis, Ἡρόδ. 4. 23, Βακχυλ. Ἐπιγράμμ. 2, 4, Σοφ. Ἀποσπ. 190· ἀντίθετον τῷ ὠμός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 260, Ξεν. Οἰκ. 19, 19· ἐπὶ οἴνου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 563, κτλ.· πέπονα ποιεῖν τινα, διὰ μαστιγώσεως, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 285· β) ἐπὶ ἀποστημάτων, ὥριμος, ἕτοιμος πρὸς ἐμπύησιν, Ἕρμιππ. ἐν «Θεοῖς» 3· πρβλ. πεπαίνω Ι. 3, πέπανσις. 2) σικυὸς πέπων, τὸ «πεπόνι», ὅπερ μόνον ὥριμον τρώγεται, ἐν ᾧ ὁ κοινὸς σικυὸς (δηλ. τὸ ἀγγοῦρι) τρώγεται μὴ ὥριμος, Ἱππ. 497. 21, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λαΐῳ» 1, Ἀναξίλ. ἐν Ἀδήλ. 3, Ἀριστ. Προβλ. 20. 32, 1, κτλ.· (ὡσαύτως μόνον πέπων παρ’ Ἀθην. 68Ε)· παροιμ., μαλθακώτερος πέπονος σικυοῦ Θεόπομπ. ἐν Ἀδήλ. 5· οὕτω, πεπαίτερος μόρων Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 244· π. ἀπίοιο Θεόκρ. 7. 120. ΙΙ. μεταφορ., ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ. (συχνότερον ἐν τῇ Ἰλ. ἢ ἐν Ὀδ.) καὶ παρ’ Ἡσ., ἐν προσφωνήσει πρὸς ἄνθρωπον, κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς λέξις ἐκφράζουσα στοργήν, «καλέ μου», πέπον Καπανηιάδη Ἰλ. Ε. 109· ὦ πέπον Ζ. 55, Ι. 252, κτλ.· κριὲ πέπον, «καλό μου κριάρι» (λέγει ὁ Πολύφημος), Ὀδ. Ι. 447· - ἐπὶ κακῆς σημασ., μαλθακός, ὦ πέπον, ὦ Μενέλαε Ἰλ. Ζ. 55· ὦ πέπονες, μαλθακοί, Β. 235· Κύκνε πέπον Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 350, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Θ. 544, 560· - ἅπαξ οὕτω παρὰ Τραγ., πέπον, φίλε μου! Σοφ. Ο. Κ. 515. 2) ἤπιος, ἧττον δριμύς, ῥεῦμα, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15· - ἀκολούθως μεταφορ., Ἀττ., ἤπιος, μαλακός, πρᾶος, πεπαιτέρα γὰρ μοῖρα τῆς τυραννίδος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1365· μόχθος πέπων, πόνος κατευνασθείς, Σοφ. Ο. Κ. 437, κτλ.· μετὰ δοτ., ἐχθροῖς π., ὁ πρὸς τοὺς ἐχθροὺς πρᾶος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 66. (Πρβλ. πέπειρος, καὶ περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λ. πέσσω).
French (Bailly abrégé)
gén. ονος;
voc. ον :
I. cuit par le soleil ; mûr ; subst. ὁ πέπων (σίκυος) melon;
II. fig. p. anal.
1 en b. part doux, aimable ; en parl. de choses μόχθος πέπων SOPH souffrance qui a perdu son âpreté ; πεπαιτέρα μοῖρα τῆς τυραννίδος ESCHL sort plus doux que la tyrannie ; avec un dat. ἐχθροῖς πέπων ESCHL doux envers ses ennemis;
2 en mauv. part mou, efféminé;
Cp. πεπαίτερος, Sp. πεπαίτατος.
Étymologie: R. Πεπ, suire ; cf. πέπτω.
English (Autenrieth)
ονος, voc. πέπον (πέσσω): cooked by the sun, ripe, mellow; in Homer only fig., (1) as term of endearment, dear, pet, Il. 6.35, Il. 17.120, Od. 9.447.—(2) in bad sense, coward, weakling, Il. 2.235, Il. 13.120.
Greek Monolingual
ο / πέπων, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
η πεπονιά και ο καρπός της, δηλ. το πεπόνι
αρχ.
1. (ιδίως για καρπούς) αυτός που κατέστη μαλακός από τον ήλιο, ώριμος, γινωμένος
2. (ιδίως για το κρασί) εύγευστος, γλυκός
3. (για αποστήματα) έτοιμος για εμπύηση
4. ήπιος, μετριασμένος («πεπαίτερα ῥεύματα», Ιπποκρ.)
5. μτφ. α) (για πρόσ.) i) πράος, ανεξίκακος
ii) μαλθακός, νωθρός
β) (για πράγματα) ελαφρός, μικρός («ὅτ' ἤδη πᾱς ὁ μόχθος ἦν πέπων», Σοφ.)
6. (η κλητ. εν. ως προσφώνηση αγαπημένου προσώπου ή ζώου) πέπον
καλέ μου, γλυκέ μου (α. «πέπον Καπανηϊάδη», Ομ. Ιλ.
β) «κριὲ πέπον», Ομ. Ιλ.)
7. φρ. α) «πέπων σίκυος» ή «πέπων σικυός» — ο καρπός του φυτού πέπονος του κοινού, το πεπόνι, το οποίο τρώγεται μόνο όταν είναι ώριμο, σε αντιδιαστολή προς τον σίκυον, δηλ. το αγγούρι, το οποίο τρώγεται μόνον όταν είναι άγουρο
β) «πέπονα ποιῶ τινα»
μτφ. μαλακώνω τα πλευρά κάποιου με μαστίγωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος τ. που ανάγεται στη ρίζα pekw του πέσσω «ωριμάζω» με επίθημα -ων- (πρβλ. κώδων) και συνδέεται με: αρχ. ινδ. pak-va- και ιραν. pašto, pox «ώριμος» Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. pepō), ενώ το υποκορ. του πέπων, πεπόν-ιον έδωσε στη Νέα Ελληνική τον τ. πεπόνι].
Russian (Dvoretsky)
πέπων: 2, gen. ονος (compar. πεπαίτερος)
1) созревший, спелый (καρπός Her.; βότρυς Xen.): σίκυος π. Arst. предполож. тыква;
2) смягченный, кроткий, мягкий: πεπαιτέρα μοῖρα τῆς τυραννίδος Aesch. смерть приятнее тираннии; μόχθος π. Soph. утихшая боль; ἐχθροῖς π. Aesch. милостивый к врагам;
3) (в обращении) милый, дорогой (ὦ πέπον Hom.);
4) малодушный, робкий: ὦ πέπονες Ἀχαιΐδες, οὐκέτ᾽ Ἀχαιοί! Hom. о малодушные, ахеянки (вы), а не ахейцы больше!