πολύπτωτος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(33)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύπτωτος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>γραμμ.</b> αυτός που έχει πολλές πτώσεις<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολύπτωτο</i><br />(ενν. [[σχήμα]]) ρητορικό [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο μία [[λέξη]] σε μια περίοδο επαναλαμβάνεται σε ποικίλους γραμματικούς τύπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πτωτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>πτωτος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύπτωτος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>γραμμ.</b> αυτός που έχει πολλές πτώσεις<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολύπτωτο</i><br />(ενν. [[σχήμα]]) ρητορικό [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο μία [[λέξη]] σε μια περίοδο επαναλαμβάνεται σε ποικίλους γραμματικούς τύπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πτωτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>πτωτος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''πολύπτωτος:''' грам. многопадежный.
}}
}}

Revision as of 02:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύπτωτος Medium diacritics: πολύπτωτος Low diacritics: πολύπτωτος Capitals: ΠΟΛΥΠΤΩΤΟΣ
Transliteration A: polýptōtos Transliteration B: polyptōtos Transliteration C: polyptotos Beta Code: polu/ptwtos

English (LSJ)

ον, (πτῶσις)

   A with or in many cases, σχῆμα, a rhetorical figure, employment of the same word in various cases, Hermog.Id.1.12, Eust.349.39; σχηματισμός Id.105.26; τὸ π. alone, Quint.Inst.9.3.37, Longin.23.1 (pl.).

German (Pape)

[Seite 670] mit oder in vielen Fällen, Casus, Gramm.; τὸ πολ., Quinctil. 9, 3, 36, eine rhetorische Figur; vgl. Longin. 23, 1

Greek (Liddell-Scott)

πολύπτωτος: -ον, (πτῶσις) ὁ πολλὰς πτώσεις ἔχων, «πολύπτωτος ἐστὶ σχηματισμὸς τὸ πάντων καὶ πάντεσσι καὶ πᾶσι (κρατεῖν, ἀνάσσειν)» Εὐστ. 105. 26· ― τὸ πολύπτωτον, ῥητορικὸν σχῆμα, πρβλ. Quintil. 9. 3, 36, Λογγῖν. 23. 1, Εὐστ. 349, 40.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύπτωτος, -ον, ΝΜΑ
γραμμ. αυτός που έχει πολλές πτώσεις
2. το ουδ. ως ουσ. το πολύπτωτο
(ενν. σχήμα) ρητορικό σχήμα λόγου κατά το οποίο μία λέξη σε μια περίοδο επαναλαμβάνεται σε ποικίλους γραμματικούς τύπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πτωτός (< πίπτω), πρβλ. δί-πτωτος].

Russian (Dvoretsky)

πολύπτωτος: грам. многопадежный.