πολύποινος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
(33) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που επιβάλλει πολλές ποινές, που τιμωρεί αυστηρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ποινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ποινή]]), <b>πρβλ.</b> <i>αξιό</i>-<i>ποινος</i>, <i>υστερό</i>-<i>ποινος</i>]. | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που επιβάλλει πολλές ποινές, που τιμωρεί αυστηρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ποινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ποινή]]), <b>πρβλ.</b> <i>αξιό</i>-<i>ποινος</i>, <i>υστερό</i>-<i>ποινος</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύποινος:''' много или сильно карающий ([[Δίκη]] [[Parmenides]] ap. Sext.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:28, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A punishing severely, Δίκη Parm.1.14, Orph.Fr.158.
German (Pape)
[Seite 669] viel strafend, Parmenids. frg. 14 b. S. Emp. adv. math. 7, 111.
Greek (Liddell-Scott)
πολύποινος: -ον, ὁ αὐστηρῶς τιμωρῶν, Παρμενίδ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 11.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που επιβάλλει πολλές ποινές, που τιμωρεί αυστηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ποινος (< ποινή), πρβλ. αξιό-ποινος, υστερό-ποινος].
Russian (Dvoretsky)
πολύποινος: много или сильно карающий (Δίκη Parmenides ap. Sext.).