πρεσβυτέριον: Difference between revisions
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρεσβῠτέριον:''' ή -εῖον, τό, [[συμβούλιο]] πρεσβύτερων, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''πρεσβῠτέριον:''' ή -εῖον, τό, [[συμβούλιο]] πρεσβύτερων, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρεσβυτέριον:''' τό<b class="num">1)</b> совет старейшин NT;<br /><b class="num">2)</b> священники, духовенство NT. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:40, 1 January 2019
English (LSJ)
or πρεσβῠ-εῖον, τό,
A council of elders, presbytery, Ev.Luc.22.66, Act.Ap.22.5, 1 Ep.Ti.4.14. II honour or privilege of an elder, Thd.Su.50.
German (Pape)
[Seite 699] τό, Versammlung oder Rath der Aelteren, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
πρεσβῠτέριον: ἢ -εῖον, τό, συμβούλιον πρεσβυτέρων, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κβϳ, 66, Πράξ. Ἀποστ. κβϳ, 5, Αϳ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. δϳ, 14. ΙΙ. τὸ ἀξίωμα ἢ ὑπούργημα τοῦ πρεσβυτέρου ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, Ἐκκλ. ΙΙΙ. ὁ τόπος ἔνθα οἱ πρεσβύτεροι συνήρχοντο, Συλλ. Ἐπιγρ. 8832.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
Conseil des Anciens NT.
Étymologie: πρεσβύτερος.
English (Strong)
neuter of a presumed derivative of πρεσβύτερος; the order of elders, i.e. (specially), Israelite Sanhedrin or Christian "presbytery": (estate of) elder(-s), presbytery.
English (Thayer)
πρεσβυτερίου, τό (πρεσβύτερος, which see), body of elders, presbytery, senate, council: of the Jewish elders (see συνέδριον, 2), Daniel , Theod. at the beginning); of the elders of any body (church) of Christians, πρεσβύτερος, 2b.)).
Greek Monotonic
πρεσβῠτέριον: ή -εῖον, τό, συμβούλιο πρεσβύτερων, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
πρεσβυτέριον: τό1) совет старейшин NT;
2) священники, духовенство NT.