προσαναπαύω: Difference between revisions
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
(34) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[ἀναπαύω]]<br /><b>1.</b> [[ενεργώ]] [[έτσι]] ώστε να αναπαυθεί [[κανείς]] παρόμοια ή επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> (το μέσ. ή παθ.) <i>προσαναπαύομαι</i><br />α) αναπαύομαι ή [[κοιμάμαι]] [[κοντά]] σε κάποιον<br />β) αναπαύομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]] («δεικνύντες... τοὺς στρατιώτας ἐρριμμένους ὑπὸ κόπου καὶ προσαναπαυομένους χαμᾱζε», <b>Πλούτ.</b>)<br />γ) αναπαύομαι στηριζόμενος σε [[κάτι]] («σημειωσάμενοι τὰ δένδρα οἷς εἰώθασι προσαναπαύεσθαι [οἱ ἐλέφαντες]», <b>Στράβ.</b>)<br />δ) (για ναύτη σε [[ναυάγιο]]) προσκολλώμαι σε [[σανίδα]]<br />ε) (για λέξεις [[μέσα]] σε [[πρόταση]] ή σε περίοδο) [[είμαι]] [[άχρηστος]], [[περιττός]]<br />στ) έχω [[εμπιστοσύνη]] σε κάποιον<br />ζ) [[βρίσκω]] [[παρηγοριά]] ή [[ανακούφιση]] στη [[συναναστροφή]] με κάποιον<br />η) [[βρίσκω]] [[ανάπαυση]] ή [[ησυχία]] σε [[κάτι]] («εἰσελθὼν εἰς τὸν οἶκόν μου προσαναπαύσομαι αύτῇ [τῇ σοφίᾳ]», ΠΔ). | |mltxt=Α [[ἀναπαύω]]<br /><b>1.</b> [[ενεργώ]] [[έτσι]] ώστε να αναπαυθεί [[κανείς]] παρόμοια ή επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> (το μέσ. ή παθ.) <i>προσαναπαύομαι</i><br />α) αναπαύομαι ή [[κοιμάμαι]] [[κοντά]] σε κάποιον<br />β) αναπαύομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]] («δεικνύντες... τοὺς στρατιώτας ἐρριμμένους ὑπὸ κόπου καὶ προσαναπαυομένους χαμᾱζε», <b>Πλούτ.</b>)<br />γ) αναπαύομαι στηριζόμενος σε [[κάτι]] («σημειωσάμενοι τὰ δένδρα οἷς εἰώθασι προσαναπαύεσθαι [οἱ ἐλέφαντες]», <b>Στράβ.</b>)<br />δ) (για ναύτη σε [[ναυάγιο]]) προσκολλώμαι σε [[σανίδα]]<br />ε) (για λέξεις [[μέσα]] σε [[πρόταση]] ή σε περίοδο) [[είμαι]] [[άχρηστος]], [[περιττός]]<br />στ) έχω [[εμπιστοσύνη]] σε κάποιον<br />ζ) [[βρίσκω]] [[παρηγοριά]] ή [[ανακούφιση]] στη [[συναναστροφή]] με κάποιον<br />η) [[βρίσκω]] [[ανάπαυση]] ή [[ησυχία]] σε [[κάτι]] («εἰσελθὼν εἰς τὸν οἶκόν μου προσαναπαύσομαι αύτῇ [τῇ σοφίᾳ]», ΠΔ). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσαναπαύω:''' давать роздых (τὴν δύναμιν Polyb.): προσαναπαυόμενος [[χαμᾶζε]] Plut. отдыхающий (спящий) на земле. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:56, 1 January 2019
English (LSJ)
A cause to rest also or beside, τὴν δύναμιν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας Plb.4.73.3; τὴν χεῖρα τῇ γαστρί τινος J.AJ 20.2.1. II Med. or Pass., sleep beside, τῇ γυναικί Nicostr. ap. Stob. 4.23.65. 2 rest by leaning upon, δένδροις Str.16.4.10; τοῖς θυρεοῖς Plu.Sull.28; rest upon, Sor.1.7,100; of a shipwrecked sailor, cling to a plank, Favorin.in PVat.11.23.36. 3 of words in a sentence, to be otiose, D.H.Dem.40. 4 rely on, τεχνίῳ, τέχνῃ, M.Ant.4.31, S.E.M.11.178; τινι J.AJ6.14.3, Marcellin.Puls.227. 5 find relief in the society of, [φίλῳ] Arr.Epict.3.13.2; also, find rest in, τῇ σοφίᾳ LXX Wi.8.16.
German (Pape)
[Seite 749] (s. παύω), dabei, daran ruhen lassen, Pol. 4, 73, 3; med., dabei, daran ruhen, Sp., wie Plut. Sull. 28.
Greek (Liddell-Scott)
προσαναπαύω: κάμνω προσέτι νὰ ἀναπαυθῇ τι, ἅμα δὲ καὶ τὴν λοιπὴν προσαναπαύσας δύναμιν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας Πολύβ. 4. 73, 3, κτλ. ΙΙ. Μέσ., ἢ παθ., ἀναπαύομαι, κοιμῶμαι πλησίον, τῇ γυναικὶ Νικόστρ. παρὰ Στοβ. 447. 41· τοῖς θυρεοῖς Πλουτ. Σύλλ. 28. 2) ἐπὶ λέξεων ἐντὸς προτάσεως ἢ περιόδου, οὔτ’ ἀναγκαίων οὔτε χρησίμων ἴσως, ἀλλὰ δεσμοῦ τινος χάριν κειμένων πλησίον ἄλλων λέξεων, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 40. 3) συναινῶ, συγκατανεύω εἴς τι, τινι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 14, 3, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 4. 31.
Greek Monolingual
Α ἀναπαύω
1. ενεργώ έτσι ώστε να αναπαυθεί κανείς παρόμοια ή επί πλέον
2. (το μέσ. ή παθ.) προσαναπαύομαι
α) αναπαύομαι ή κοιμάμαι κοντά σε κάποιον
β) αναπαύομαι πάνω σε κάτι («δεικνύντες... τοὺς στρατιώτας ἐρριμμένους ὑπὸ κόπου καὶ προσαναπαυομένους χαμᾱζε», Πλούτ.)
γ) αναπαύομαι στηριζόμενος σε κάτι («σημειωσάμενοι τὰ δένδρα οἷς εἰώθασι προσαναπαύεσθαι [οἱ ἐλέφαντες]», Στράβ.)
δ) (για ναύτη σε ναυάγιο) προσκολλώμαι σε σανίδα
ε) (για λέξεις μέσα σε πρόταση ή σε περίοδο) είμαι άχρηστος, περιττός
στ) έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον
ζ) βρίσκω παρηγοριά ή ανακούφιση στη συναναστροφή με κάποιον
η) βρίσκω ανάπαυση ή ησυχία σε κάτι («εἰσελθὼν εἰς τὸν οἶκόν μου προσαναπαύσομαι αύτῇ [τῇ σοφίᾳ]», ΠΔ).
Russian (Dvoretsky)
προσαναπαύω: давать роздых (τὴν δύναμιν Polyb.): προσαναπαυόμενος χαμᾶζε Plut. отдыхающий (спящий) на земле.