προσκοτόω: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(6)
(4)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσκοτόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[σκοτεινιάζω]] από [[πριν]] ή [[καλύπτω]] [[ολόγυρα]] με σύννεφα, σε Πολύβ.
|lsmtext='''προσκοτόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[σκοτεινιάζω]] από [[πριν]] ή [[καλύπτω]] [[ολόγυρα]] με σύννεφα, σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσκοτόω:''' затемнять, окутывать тьмой Polyb.
}}
}}

Revision as of 03:00, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 770] vorher verdunkeln, verfinstern, Pol. 1, 48, 8.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
obscurcir auparavant.
Étymologie: πρό, σκοτόω.

Greek Monotonic

προσκοτόω: μέλ. -ώσω, σκοτεινιάζω από πριν ή καλύπτω ολόγυρα με σύννεφα, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

προσκοτόω: затемнять, окутывать тьмой Polyb.