πρόσκλισις: Difference between revisions
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρόσκλῐσις:''' ἡ, [[ροπή]], [[κλίση]], σε Πολύβ.· <i>κατὰ πρόσκλισιν</i>, μεροληπτικά, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''πρόσκλῐσις:''' ἡ, [[ροπή]], [[κλίση]], σε Πολύβ.· <i>κατὰ πρόσκλισιν</i>, μεροληπτικά, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρόσκλῐσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> прислонение (πρός τι Diod.);<br /><b class="num">2)</b> склонность, тяготение Polyb., Sext.;<br /><b class="num">3)</b> NT v. l. = [[πρόσκλησις]] 2. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:00, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A leaning against, ζῴου πρὸς δένδρον D.S.3.27. 2 genuflexion, Iamb.Myst.1.12 (pl.). II inclination, predilection, τῶν γερόντων Plb.6.10.10; τινι to one, Id.5.51.8; αἵρεσίς ἐστι π. δογμάτων Stoic.2.37; π. δόγμασιν ibid., D.L. Prooem.20, S.E.P.1.16; μετὰ -κλίσεως Carnead. and Clitomach. ap. eund.ib.230; κατὰ πρόσκλισιν with partiality, 1 Ep.Ti.5.21.
German (Pape)
[Seite 769] ἡ, 1) das Anlehnen, D. Sic. – 2) das Hinneigen der Wagschaale nach einer von beiden Seiten, übertr., Zuneigung, Gewogenheit, Beistimmung, Beitreten zu einer Partei, ἡ τῶν γερόντων πρόσκλισις καὶ ῥοπή, Pol. 6, 10, 10; τῷ βασιλεῖ, 5, 51, 8; δόγμασιν, D. L. prooem. 20.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσκλῐσις: ἡ, κλίσις πρός τι, Πολύβ. 6. 10. 10· τινι, πρός τινα, ὁ αὐτ. 5. 51, 8· ἐν δόγμασιν Διογ. Λ. ἐν τῷ προοιμ., 20, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 16 καὶ 230· κατὰ πρόσκλισιν, μεροληπτικῶς, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. ε΄, 21. ― Κατὰ Φώτ.: «πρόσκλισις: ἑτερομέρεια».
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de s’appuyer contre;
2 fig. inclination, penchant ; κατὰ πρόσκλισιν avec partialité.
Étymologie: προσκλίνω.
English (Strong)
from a compound of πρός and κλίνω; a leaning towards, i.e. (figuratively) proclivity (favoritism): partiality.
Greek Monotonic
πρόσκλῐσις: ἡ, ροπή, κλίση, σε Πολύβ.· κατὰ πρόσκλισιν, μεροληπτικά, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
πρόσκλῐσις: εως ἡ1) прислонение (πρός τι Diod.);
2) склонность, тяготение Polyb., Sext.;
3) NT v. l. = πρόσκλησις 2.