προσμηχανάομαι: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσμηχᾰνάομαι:'''<b class="num">I.</b> Παθ., προσάπτομαι ευφυώς σε ή πάνω σε, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[επινοώ]] ή [[βρίσκω]] για τον εαυτό μου, <i>αὐτοῖς ἀσφάλειαν</i>, σε Πλάτ. | |lsmtext='''προσμηχᾰνάομαι:'''<b class="num">I.</b> Παθ., προσάπτομαι ευφυώς σε ή πάνω σε, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[επινοώ]] ή [[βρίσκω]] για τον εαυτό μου, <i>αὐτοῖς ἀσφάλειαν</i>, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσμηχᾰνάομαι:''' <b class="num">1)</b> быть приделанным, быть укрепленным (προσμεμηχανημένος γόμφοις Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> устраивать, обеспечивать (ἀσφάλειάν τινι Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:04, 1 January 2019
English (LSJ)
Pass.,
A to be cunningly fastened to or upon, A. Th.541,643. II Med., contrive or procure for oneself, αὐτοῖς ἀσφάλειαν Pl.R.467c; διατριβὴν ἑτέραν D.H.7.37; τούτοις ἄλλα παράδοξα J.AJ8.13.1; τιθασεύματα Porph.Abst.1.9.
German (Pape)
[Seite 772] noch dazu ersinnen, αὐτοῖς ἀσφάλειαν, Plat. Rep. V, 467 c; künstlich hinzusetzen, perf. in pass. Bdtg, σῆμα προσμεμηχανημένον, Aesch. Spt. 625, vgl. 523.
Greek (Liddell-Scott)
προσμηχᾰνάομαι: Παθητ., εὐφυῶς προσάπτομαι εἴς τι ἢ ἐπί τινος, Αἰσχύλ. Θήβ. 541, 643. ΙΙ. Μέσ., μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, ἐξευρίσκω δι’ ἐμαυτόν, πορίζομαι, αὐτοῖς ἀσφάλειαν Πλάτ. Πολ. 467C· διατριβὴν Διον. Ἁλ. 7. 37.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
au sens Pass.
être fixé ou attaché à.
Étymologie: πρός, μηχανάω.
Greek Monotonic
προσμηχᾰνάομαι:I. Παθ., προσάπτομαι ευφυώς σε ή πάνω σε, σε Αισχύλ.
II. Μέσ., επινοώ ή βρίσκω για τον εαυτό μου, αὐτοῖς ἀσφάλειαν, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
προσμηχᾰνάομαι: 1) быть приделанным, быть укрепленным (προσμεμηχανημένος γόμφοις Aesch.);
2) устраивать, обеспечивать (ἀσφάλειάν τινι Plat.).