προσχαρίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσχᾰρίζομαι:''' αποθ., κάνω για [[χάρη]] κάποιου, <i>τινί</i>, σε Ξεν.· <i>τινί τι</i>, [[δωρίζω]] [[επιπλέον]], σε Στράβ.
|lsmtext='''προσχᾰρίζομαι:''' αποθ., κάνω για [[χάρη]] κάποιου, <i>τινί</i>, σε Ξεν.· <i>τινί τι</i>, [[δωρίζω]] [[επιπλέον]], σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσχαρίζομαι:''' угождать (τῇ γαστρί Xen.): π. τινί τι Luc. исполнять чье-л. желание.
}}
}}

Revision as of 03:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσχᾰρίζομαι Medium diacritics: προσχαρίζομαι Low diacritics: προσχαρίζομαι Capitals: ΠΡΟΣΧΑΡΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: proscharízomai Transliteration B: proscharizomai Transliteration C: proscharizomai Beta Code: prosxari/zomai

English (LSJ)

   A gratify or satisfy, τῇ γαστρί X.Oec.13.9; stretch a point in one's favour, BGU1141.30 (i B.C.), Luc.DMeretr.9.5; concede the truth of, τοῖς Θετταλοῖς μυθώδεις λόγους Str.7.7.12.    II gratify besides, Ath.Naucr. ap. Ath.5.211b.    III sacrifice something for the sake of something, τῶν πτερυγωμάτων τι τῇ μήτρᾳ Sor. 2.89.

German (Pape)

[Seite 789] dep. med., zu Gefallen thun, willfahren; τῇ γαστρί, Xen. Oec. 13, 9; Sp., τί τινι, Luc. D. Meretr. 9, 5. dep. med., zu Gefallen thun, willfahren; τῇ γαστρί, Xen. Oec. 13, 9; Sp., τί τινι, Luc. D. Meretr. 9, 5.

Greek (Liddell-Scott)

προσχᾰρίζομαι: ἀποθ., χαρίζομαι προσέτι, τῇ γαστρὶ Ξεν. Οικ. 3. 9· τινί τι, δωροῦμαι προσέτι, Στράβ. 329, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλογ. 9. 5, Ἀθήν. 211, κτλ.

French (Bailly abrégé)

complaire à, τινι.
Étymologie: πρός, χαρίζομαι.

Greek Monolingual

ΜΑ
κάνω κάτι για χάρη κάποιου
/ αρχ.
1. χαρίζω κάτι σε κάποιον ή ικανοποιώ κάποιον («τῇ... γαστρὶ αὐτῶν ἐπὶ ταῑς ἐπιθυμίαις προσχαριζόμενος», Ξεν.)
2. αποδέχομαι την αλήθεια κάποιου («Θετταλοῑς μυθώδεις λόγους προσχαριζόμενος... φησίν», Στράβ.)
3. δωρίζω κάτι επί πλέον σε κάποιον
4. θυσιάζω κάτι για χάρη κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + χαρίζομαι (< χάρις)].

Greek Monotonic

προσχᾰρίζομαι: αποθ., κάνω για χάρη κάποιου, τινί, σε Ξεν.· τινί τι, δωρίζω επιπλέον, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

προσχαρίζομαι: угождать (τῇ γαστρί Xen.): π. τινί τι Luc. исполнять чье-л. желание.