ῥιζίον: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(6)
(4)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥιζίον:''' τό, υποκορ. του [[ῥίζα]], μικρή [[ρίζα]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ῥιζίον:''' τό, υποκορ. του [[ῥίζα]], μικρή [[ρίζα]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥιζίον:''' v. l. [[ῥίζιον]] τό корешок Arph.
}}
}}

Revision as of 03:24, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 842] τό, dim. von ῥίζα, Würzelchen; Ar. Av. 654; Antiph. bei Ath. XI, 485 b; sp. D., wie Nic. Ther. 940 Hal. 69; D. Sic. 4, 54. Die Betonung ῥίζιον ist unrichtig.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite racine.
Étymologie: ῥίζα.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. ριζίο.

Greek Monotonic

ῥιζίον: τό, υποκορ. του ῥίζα, μικρή ρίζα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ῥιζίον: v. l. ῥίζιον τό корешок Arph.