σάτον: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σάτον:''' τό, εβρ. [[μονάδα]] μέτρησης (έκτασης ή χωρητικότητας), 1/30 της μονάδας = [[κόρος]], [[περίπου]] 1 1/2 μόδιο ή 24 sextarii, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''σάτον:''' τό, εβρ. [[μονάδα]] μέτρησης (έκτασης ή χωρητικότητας), 1/30 της μονάδας = [[κόρος]], [[περίπου]] 1 1/2 μόδιο ή 24 sextarii, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''σάτον:''' τό (евр.) сат (мера сыпучих тел = 1.5 римск. модиям, т. е. ок. 13 л) NT.
}}
}}

Revision as of 03:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάτον Medium diacritics: σάτον Low diacritics: σάτον Capitals: ΣΑΤΟΝ
Transliteration A: sáton Transliteration B: saton Transliteration C: saton Beta Code: sa/ton

English (LSJ)

τό, a Hebrew measure, 1/30 of a κόρος, = about a modius and a half or 24

   A sextarii, LXX Hg.2.17(16), Ev.Matt.13.33, al., J.AJ9.4.5. (Hebr. seah.)

Greek (Liddell-Scott)

σάτον: τό, Ἑβραϊκὴ λέξις, τὸ 1]30 τοῦ κόρου, = περίπου πρὸς ἕνα καὶ ἥμισυ μόδιον ἢ 24 sextarii, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 33, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 9. 4, 5, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
mesure hébraïque pour les produits secs (farine, grain …), valant un modius romain et demi ou 24 setiers (12 litres).

English (Strong)

of Hebrew origin (סְאָה־); a certain measure for things dry: measure.

English (Thayer)

(Hebrew כְאָה, Chaldean כָאתָא, Syriac)t)S ), σατου, τό, a kind of dry measure, a modius and a half (equivalent to about a peck and a half (cf. μόδιος)) (Josephus, Antiquities 9,4, 5 ἰσχύει δέ τό σάτον μόδιον, καί ἥμισυ ἰταλικον; cf. Aq. and Symm.); A. V. 'three measures of meal' i. e. the common quantity for 'a baking' (cf. 1 Samuel 1:24)).

Greek Monolingual

τὸ, Α
μονάδα μέτρησης που αντιστοιχεί στο 1/30 του κόρου («ἐνέκρυψεν εἰς ἀλεύρου σάτα τρία», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. şeah].

Greek Monotonic

σάτον: τό, εβρ. μονάδα μέτρησης (έκτασης ή χωρητικότητας), 1/30 της μονάδας = κόρος, περίπου 1 1/2 μόδιο ή 24 sextarii, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

σάτον: τό (евр.) сат (мера сыпучих тел = 1.5 римск. модиям, т. е. ок. 13 л) NT.