σιαγών: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σιᾱγών:''' Ιων. [[σιηγών]], <i>-όνος</i>, <i>ἡ</i>, [[οστό]] του σαγονιού, [[σαγόνι]], σε Σοφ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''σιᾱγών:''' Ιων. [[σιηγών]], <i>-όνος</i>, <i>ἡ</i>, [[οστό]] του σαγονιού, [[σαγόνι]], σε Σοφ. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''σιᾱγών:''' όνος ἡ<br /><b class="num">1)</b> челюсть Soph., Arph., Arst., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> щека (εἰς - v. l. ἐπὶ - τὴν σιαγόνα ῥαπίσαι τινά NT).
}}
}}

Revision as of 03:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐᾱγών Medium diacritics: σιαγών Low diacritics: σιαγών Capitals: ΣΙΑΓΩΝ
Transliteration A: siagṓn Transliteration B: siagōn Transliteration C: siagon Beta Code: siagw/n

English (LSJ)

Ion. σῐηγών, όνος, ἡ,

   A jaw-bone, jaw, Hp.Epid.3.17.β, S.Fr.112, Ar.Fr.287, PCair.Zen.76.12 (iii B.C.), LXXJd.15.14, al.; of an ox, Cratin.163; of a camel, prob. in PLond.3.909 (a).7(ii A.D.); κινεῖται δὲ τοῖς . . ζῴοις ἅπασιν ἡ κάτωθεν σ., κτλ., Arist.HA516a24, cf. 492b22; cheek, Cerc.5.6, Ev.Matt.5.39:—written συαγών, BGU 100.5 (ii A.D.), cf. Ath.3.94f; also σεαγών, BGU153.17,35 (ii A.D.), Sammelb.5167.11.

German (Pape)

[Seite 877] όνος, ἡ, Kinnbacken, Kinnlade, vgl. Arist. H. A. 1, 11; σιαγόνας μαλθακάς, Soph. frg. 114 bei Ath. 94 e; Plat. Tim. 75 d; Sp., wie Luc. de luct. 19.

Greek (Liddell-Scott)

σιᾱγών: Ἰων. σιηγών, -όνος, ἡ, τὸ «σαγόνι», τὸ ὀστοῦν τῆς σιαγόνος, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Γ΄, 1096, Σοφ. Ἀποσπ. 114, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 278· κινεῖται δὲ τοῖς .. ζῴοις ἅπασιν ἡ κάτωθεν σ., κτλ., Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 7, 4, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 1· ― πρβλ. ὑαγών.

French (Bailly abrégé)

όνος (ἡ) :
mâchoire.
Étymologie: DELG terme pop. p. γνάθος.

English (Strong)

of uncertain derivation; the jaw-bone, i.e. (by implication) the cheek or side of the face: cheek.

English (Thayer)

σιαγόνος, ἡ, the jaw, the jaw-bone (A. V. cheek): Xenophon, Plato, Aristotle, others; the Sept. for לְחִי.)

Greek Monolingual

-όνος, ἡ, ΜΑ
βλ. σιαγόνα.

Greek Monotonic

σιᾱγών: Ιων. σιηγών, -όνος, , οστό του σαγονιού, σαγόνι, σε Σοφ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

σιᾱγών: όνος ἡ
1) челюсть Soph., Arph., Arst., Luc.;
2) щека (εἰς - v. l. ἐπὶ - τὴν σιαγόνα ῥαπίσαι τινά NT).