στομωτός: Difference between revisions

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source
(38)
(4)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[στομῶ]]<br />(για σιδερένιο [[εργαλείο]]) ατσαλωμένος, [[βαμμένος]], [[κοφτερός]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[στομῶ]]<br />(για σιδερένιο [[εργαλείο]]) ατσαλωμένος, [[βαμμένος]], [[κοφτερός]].
}}
{{elru
|elrutext='''στομωτός:''' [adj. verb. к [[στομόω]] закаленный, крепкий Aesch.
}}
}}

Revision as of 03:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στομωτός Medium diacritics: στομωτός Low diacritics: στομωτός Capitals: ΣΤΟΜΩΤΟΣ
Transliteration A: stomōtós Transliteration B: stomōtos Transliteration C: stomotos Beta Code: stomwto/s

English (LSJ)

όν,

   A hardened, cj. Herm. in A.Fr.252.

Greek (Liddell-Scott)

στομωτός: -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐσκληρυμμένος, κοπτερός, ὀξύς, σκληρός (;) Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 248.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στομῶ
(για σιδερένιο εργαλείο) ατσαλωμένος, βαμμένος, κοφτερός.

Russian (Dvoretsky)

στομωτός: [adj. verb. к στομόω закаленный, крепкий Aesch.