συγγαμέω: Difference between revisions
From LSJ
(6_2) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγγᾰμέω''': [[ἔρχομαι]] εἰς γάμον [[ὁμοῦ]] ἢ κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 99· - συγγᾰμία, ἡ, ἡ διὰ γάμου [[ἕνωσις]], Γλωσσ. | |lstext='''συγγᾰμέω''': [[ἔρχομαι]] εἰς γάμον [[ὁμοῦ]] ἢ κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 99· - συγγᾰμία, ἡ, ἡ διὰ γάμου [[ἕνωσις]], Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγγᾰμέω:''' одновременно вступать в брак Sext. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:52, 1 January 2019
English (LSJ)
A marry together or at the same time, S.E.M.10.99, Ps.-Democr. Alch.p.51 B., Zos.Alch. p.153 B.
German (Pape)
[Seite 961] (s. γαμέω), zusammen, zu gleicher Zeit heirathen, S. Emp. adv. phys. 2, 99.
Greek (Liddell-Scott)
συγγᾰμέω: ἔρχομαι εἰς γάμον ὁμοῦ ἢ κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 99· - συγγᾰμία, ἡ, ἡ διὰ γάμου ἕνωσις, Γλωσσ.
Russian (Dvoretsky)
συγγᾰμέω: одновременно вступать в брак Sext.