συνεγγράφω: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
(39) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ [[ἐγγράφω]]<br />[[εγγράφω]] ή [[καταγράφω]] κάποιον [[μαζί]] με κάποιον άλλον<br /><b>μσν.</b><br />[[ζωγραφίζω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («ὁ σταυρὸς ἐγγέγραπταί σοι, ὁ δὲ σταυρωθείς οὐ συνεγγέγραπται», Στουδ. Θεόδ.). | |mltxt=ΜΑ [[ἐγγράφω]]<br />[[εγγράφω]] ή [[καταγράφω]] κάποιον [[μαζί]] με κάποιον άλλον<br /><b>μσν.</b><br />[[ζωγραφίζω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («ὁ σταυρὸς ἐγγέγραπταί σοι, ὁ δὲ σταυρωθείς οὐ συνεγγέγραπται», Στουδ. Θεόδ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεγγράφω:''' (ᾰ) вписывать, заносить, зачислять (τινὰ εἶς θεούς Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:12, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ],
A register or enter along with, εἰς θεούς Plu.2.763e; τῷ ψηφίσματι συνεγγραφήσονται D.H.6.84; τοῖς κατ' ἔτος ἐφήβοις συνεγγραφόμενοι PSI10.1160.4 (i B.C.).
German (Pape)
[Seite 1009] mit oder zugleich einschreiben, εἰς θεούς τινα, Plut. amator. 18.
Greek (Liddell-Scott)
συνεγγράφω: [ᾰ], ἐγγράφω ὁμοῦ μετά τινος, Λατ. adscribere, εἰς θεοὺς Πλούτ. 2. 763Ε· τῷ ψηφίσματι συνεγγραφήσονται Διον. Ἁλ. 6. 84.
French (Bailly abrégé)
inscrire ensemble.
Étymologie: σύν, ἐγγράφω.
Greek Monolingual
ΜΑ ἐγγράφω
εγγράφω ή καταγράφω κάποιον μαζί με κάποιον άλλον
μσν.
ζωγραφίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο («ὁ σταυρὸς ἐγγέγραπταί σοι, ὁ δὲ σταυρωθείς οὐ συνεγγέγραπται», Στουδ. Θεόδ.).
Greek Monolingual
ΜΑ ἐγγράφω
εγγράφω ή καταγράφω κάποιον μαζί με κάποιον άλλον
μσν.
ζωγραφίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο («ὁ σταυρὸς ἐγγέγραπταί σοι, ὁ δὲ σταυρωθείς οὐ συνεγγέγραπται», Στουδ. Θεόδ.).
Russian (Dvoretsky)
συνεγγράφω: (ᾰ) вписывать, заносить, зачислять (τινὰ εἶς θεούς Plut.).