συλλήπτρια: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death

Source
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συλλήπτρια:''' ἡ, θηλ. του επομ., σε Ξεν.
|lsmtext='''συλλήπτρια:''' ἡ, θηλ. του επομ., σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''συλλήπτρια:''' ἡ помощница (τῶν πόνων Xen.).
}}
}}

Revision as of 04:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλήπτρια Medium diacritics: συλλήπτρια Low diacritics: συλλήπτρια Capitals: ΣΥΛΛΗΠΤΡΙΑ
Transliteration A: syllḗptria Transliteration B: syllēptria Transliteration C: sylliptria Beta Code: sullh/ptria

English (LSJ)

ἡ, fem. of sq., Ar.Fr.864 (cf. συλλῄστρια), X.Mem. 2.1.32, Iamb.Comm.Math.7.

German (Pape)

[Seite 976] ἡ, = συλλήπτειρα, Xen. Mem. 2, 1, 32.

Greek (Liddell-Scott)

συλλήπτρια: ἡ, θηλ. τοῦ ἑπομ., Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 32.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fém. c. συλλήπτωρ.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
βλ. συλλήπτωρ.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
βλ. συλλήπτωρ.

Greek Monotonic

συλλήπτρια: ἡ, θηλ. του επομ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συλλήπτρια: ἡ помощница (τῶν πόνων Xen.).