συρρέω: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συρρέω:''' μέλ. <i>-ρεύσομαι</i>, παρακ. <i>-ερρύηκα</i>, Παθ. αόρ. βʹ <i>-ερρύην</i> (με Ενεργ. [[σημασία]])·<br /><b class="num">I.</b> ρέω μαζί ή [[σχηματίζω]] από κοινού ένα [[ρεύμα]], σε Πλάτ.· μεταφ. λέγεται για ανθρώπους, φέρομαι, άγομαι μαζί σαν ένα [[ρεύμα]], σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> ρέω από κοινού με κάποιον, σε Λουκ.
|lsmtext='''συρρέω:''' μέλ. <i>-ρεύσομαι</i>, παρακ. <i>-ερρύηκα</i>, Παθ. αόρ. βʹ <i>-ερρύην</i> (με Ενεργ. [[σημασία]])·<br /><b class="num">I.</b> ρέω μαζί ή [[σχηματίζω]] από κοινού ένα [[ρεύμα]], σε Πλάτ.· μεταφ. λέγεται για ανθρώπους, φέρομαι, άγομαι μαζί σαν ένα [[ρεύμα]], σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> ρέω από κοινού με κάποιον, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''συρρέω:''' (fut. συρρεύσομαι, pf. συνερρύηκα; aor. pass. συνερρύην)<br /><b class="num">1)</b> стекаться, вместе вливаться (εἰς τὸ [[χάσμα]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> перен. стекаться, сбегаться, наплывать (ἐς τὴν ἀγορήν Her.; πρός τινα Plut.);<br /><b class="num">3)</b> скопляться (πάντα τὰ χαλεπὰ συρρεῖ εἰς τὸ [[γῆρας]] Xen.);<br /><b class="num">4)</b> плыть вместе (κατὰ ῥοῦν τῷ ὕδατι Luc.).
}}
}}

Revision as of 04:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρρέω Medium diacritics: συρρέω Low diacritics: συρρέω Capitals: ΣΥΡΡΕΩ
Transliteration A: syrréō Transliteration B: syrreō Transliteration C: syrreo Beta Code: surre/w

English (LSJ)

fut. -ρῠήσομαι Theo Sm.p.124 H.: pf.

   A -ερρύηκα Isoc.8.44: aor. Pass. -ερρύην X.HG2.3.18, Arist.Pr.876a17, 888b11 (later aor. -έρρευσα, Alex.Trall.5.4: pf. -έρευκα (v. infr. 111)):—flow together or into one stream, εἰς τοῦτο τὸ χάσμα συρρέουσι . . πάντες οἱ ποταμοί Pl. Phd.11 2a, cf. 109b, 109c; ὁ ὀπὸς συρρεῖ εἰς . . Dsc.4.170, cf. Sor.1.36, al., Gal.6.66, al.: metaph. of men, flow or stream together, συνέρρεον ἐς τὴν ἀγορήν Hdt.5.101, cf. 8.42, X.An.5.2.3, HGl.c., Isoc.l.c., Pl.Lg. 708d; and of money, Is.2.28; of evils, Plu.Sull.13; εἰς [τὸ γῆρας] πάντα τὰ χαλεπὰ σ. X.Ap.8; of pathological conditions, ἡνίκα συρρεῖ ὁπῶρος Cass.Pr.57; διασκορπίζειν τὸ συρρυέν Sever. ap. Aët.7.87.    II float along together with, κατὰ ῥοῦν σ. τῷ ὕδατι Luc.Herm.86.    III fall into ruin, λάκκος συνερευκὼς καὶ ὁ τροχὸς ὁμοίως συνερευκὼς ἐκ μέρους POxy.1475.16 (iii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

συρρέω: μέλλ. –ρεύσομαι· πρκμ. -ερρύηκα· παθ. ἀόρ. –ερρύην, Ἀριστ. Προβλ. 4. 34., 8. 14· (παρὰ μεταγεν. –έρρευσα, Ἀλέξ. Τραλλ.). Ρέω ὁμοῦ, ἓν ῥεῦμα σχηματίζω, εἰς τὸ αὐτὸ μέρος χύνομαι, εἰς τοῦτο τὸ χάσμα συρρέουσι... πάντες οἱ ποταμοὶ Πλάτ. Φαίδων 112Α, πρβλ. 109Β, C· ― μεταφορ. ἐπὶ ἀνθρώπων, φέρομαι ὁμοῦ ὡς ἓν ῥεῦμα, συνέρρεον εἰς τὴν ἀγορὴν Ἡρόδ. 5. 101, πρβλ. 8. 42, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 3· καὶ ἐπὶ χρημάτων, Ἰσαῖος περὶ τοῦ Μενεκλ. Κλήρου § 34· ἐπὶ νόσων, Πλουτ. Σύλλ. 13· πάντα τὰ χαλεπὰ σ. εἰς τὸ γῆρας Ξεν. Ἀπολ. 8, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 708D. ΙΙ. ῥέω ὁμοῦ μετά τινος, κατὰ ῥοῦν συρρέοντα τὰ ὕδατα Λουκ. Ἑρμότ. 86.

French (Bailly abrégé)

f. συρρυήσομαι, etc.
1 couler ensemble, se déverser ensemble ; p. anal. affluer;
2 couler avec, au gré de, τινι.
Étymologie: σύν, ῥέω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ ρέω
1. ρέω μαζί ή χύνομαι στο ίδιο μέρος («εἰς... τοῡ τὸ χάσμα συρρέουσί τε πάντες οἱ ποταμοί», Πλάτ.)
2. (μτφ. για πλήθος ανθρώπων) προστρέχω μαζικά, τρέχω εκεί που είναι και άλλοι συναθροισμένοι (α. «αυτή τη στιγμή οι διαδηλωτές συρρέουν στην πλατεία» β. «μὴ συρρυείησαν πρὸς αὐτὸν οἱ πολῑται», Ξεν.)
νεοελλ.
(η μτχ. ενεστ.) συρρέων, -ουσα, -ον
ιατρ. (για εξανθήματα) αυτά τών οποίων τα στοιχεία τείνουν να πλησιάσουν το ένα το άλλο και να συνενωθούν
αρχ.
1. πέφτω κάτω μαζί ή συγχρόνως με κάποιον
2. (για χρήματα, παθολογικές καταστάσεις, συμφορές) συναθροίζομαι («γήρᾳ, εἰς ὅ πάντα τὰ χαλεπὰ συρρεῑ», Ξεν.).

Greek Monotonic

συρρέω: μέλ. -ρεύσομαι, παρακ. -ερρύηκα, Παθ. αόρ. βʹ -ερρύην (με Ενεργ. σημασία
I. ρέω μαζί ή σχηματίζω από κοινού ένα ρεύμα, σε Πλάτ.· μεταφ. λέγεται για ανθρώπους, φέρομαι, άγομαι μαζί σαν ένα ρεύμα, σε Ηρόδ., Ξεν.
II. ρέω από κοινού με κάποιον, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συρρέω: (fut. συρρεύσομαι, pf. συνερρύηκα; aor. pass. συνερρύην)
1) стекаться, вместе вливаться (εἰς τὸ χάσμα Plat.);
2) перен. стекаться, сбегаться, наплывать (ἐς τὴν ἀγορήν Her.; πρός τινα Plut.);
3) скопляться (πάντα τὰ χαλεπὰ συρρεῖ εἰς τὸ γῆρας Xen.);
4) плыть вместе (κατὰ ῥοῦν τῷ ὕδατι Luc.).