συνυποκρίνομαι: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνυποκρίνομαι:''' [ῑ], αποθ., [[ερμηνεύω]], [[υποκρίνομαι]] ως [[ηθοποιός]], [[υποκριτής]] έναν ρόλο από κοινού με άλλους· [[βοηθώ]] κάποιον να προσποιηθεί [[κάτι]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''συνυποκρίνομαι:''' [ῑ], αποθ., [[ερμηνεύω]], [[υποκρίνομαι]] ως [[ηθοποιός]], [[υποκριτής]] έναν ρόλο από κοινού με άλλους· [[βοηθώ]] κάποιον να προσποιηθεί [[κάτι]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνυποκρίνομαι:''' (ρῑ)<br /><b class="num">1)</b> вместе симулировать, разыгрывать ([[φιλίαν]] πρός τινα Polyb.): σ. τὸ προσποίημά τινι Plut. разыгрывать комедию вместе с кем-л.;<br /><b class="num">2)</b> вместе или одновременно притворяться, лицемерить (τινι NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:20, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῑ],
A accommodate oneself by pretending, Plb.3.31.7; συνυπεκρίθη τίθεσθαι φιλίαν πρὸς αὐτούς Id.3.52.6: σ. τὸ προσποίημα τῷ Μαρίῳ helping M. to maintain his pretence, Plu.Mar.14; συνυπεκρίνετο τοῖς προθύμως . . διακειμένοις pretended to agree with the eager spirits, Plb.3.92.5, cf. Ep.Gal.2.13, Plu.Mar.17.
Greek (Liddell-Scott)
συνυποκρίνομαι: ἀποθετ., ὑποκρίνομαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, συνυπεκρίθη τίθεσθαι φιλίαν πρὸς αὐτοὺς Πολύβ. 3. 52, 6, πρβλ. 31. 7· ― σ. τινι τὸ προσποίημα, βοηθῶ τινα ὅπως προσποιηθῇ, Πλουτ. Μάρ. 14.
French (Bailly abrégé)
aider à feindre : τινί τι aider qqn à feindre qch, appuyer un prétexte donné par qqn.
Étymologie: σύν, ὑποκρίνομαι.
English (Strong)
from σύν and ὑποκρίνομαι; to act hypocritically in concert with: dissemble with.
English (Thayer)
1st aorist passive, συνυπεκριθην, with the force of the middle (cf. Buttmann, 52 (45)); to dissemble with: τίνι, one, Polybius 3,92, 5 and often; see Schweighaeuser, Lex. Polybius, p. 604; Plutarch, Marius, 14,17.)
Greek Monolingual
Α
(αποθ.) υποκρίνομαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
Greek Monotonic
συνυποκρίνομαι: [ῑ], αποθ., ερμηνεύω, υποκρίνομαι ως ηθοποιός, υποκριτής έναν ρόλο από κοινού με άλλους· βοηθώ κάποιον να προσποιηθεί κάτι, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συνυποκρίνομαι: (ρῑ)
1) вместе симулировать, разыгрывать (φιλίαν πρός τινα Polyb.): σ. τὸ προσποίημά τινι Plut. разыгрывать комедию вместе с кем-л.;
2) вместе или одновременно притворяться, лицемерить (τινι NT).