σχοινίς: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σχοινίς:''' -ῖδος, ἡ, = [[σχοινίον]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''σχοινίς:''' -ῖδος, ἡ, = [[σχοινίον]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''σχοινίς:''' ῖδος ἡ веревка Theocr.
}}
}}

Revision as of 04:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοινίς Medium diacritics: σχοινίς Low diacritics: σχοινίς Capitals: ΣΧΟΙΝΙΣ
Transliteration A: schoinís Transliteration B: schoinis Transliteration C: schoinis Beta Code: sxoini/s

English (LSJ)

(Α), ῖδος, ἡ,

   A = σχοινίον, rope, cord, Theoc.23.51.    2 wall-decoration in form of a rope, Supp.Epigr.4.453.17 (Didyma, ii B.C.); similar decoration of a silver cup, OGI214.55 (ibid., iii B.C.).    II v.l. for Σχοινῄς (q.v.), Lyc.832.
σχοιν-ίς (B), ίδος [ῐ], poet. fem. of

   A σχοίνινος, σχοινίδι κύρτῃ Nic.Al.625.

German (Pape)

[Seite 1057] ίδος, ἡ, bes. poet. fem. zu σχοίνινος, von Binsen gemacht, Nic. Al. 546. ῖδος, ἡ, 1) ein aus Binsen geflochtenes Gefäß, Geräth, Durchschlag, Sieb u. dgl., auch ein Seil, Theocr. 23, 51. – 2) die Frucht des σχοῖνος, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινίς: -ίδος, ἡ, = σχοινίον, Θεόκρ. 23. 51. 2) ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2852, 55, περὶ ἀργυροῦ τινος ποτηρίου λέγεται, σχοινίδα ἔχειν, ὅπερ ἴσως σημαίνει ὅτι ἦτο κατασκευασμένον κατ’ ἀπομίμησιν καλαθίου ἐκ σχοίνων, ἴδε Böckh. II. ἐπώνυμον τῆς Ἀφροδίτης, Λυκόφρ. 832, ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.

Greek Monolingual

(I)
-ίδος, ἡ, Α
1. το σχοινί
2. τοιχογραφία με παράσταση σχοίνων
3. αργυρό ποτήρι με σχήμα καλαθιού από σχοίνους
4. σχοινῄς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. σχιν-ίς)].———————— (II)
-ίδος, ἡ, Α
(ποιητ. μτγν. τ. θηλ.) βλ. σχοίνινος.

Greek Monotonic

σχοινίς: -ῖδος, ἡ, = σχοινίον, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

σχοινίς: ῖδος ἡ веревка Theocr.