τάρακτρον: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμίαaccordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τάρακτρον:''' τό ([[ταράσσω]]), [[εργαλείο]] για [[ανακάτεμα]], σε Αριστ.
|lsmtext='''τάρακτρον:''' τό ([[ταράσσω]]), [[εργαλείο]] για [[ανακάτεμα]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''τάρακτρον:''' (τᾰ) τό уполовник, перен. смутьян Arph.
}}
}}

Revision as of 04:33, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰρακτρον Medium diacritics: τάρακτρον Low diacritics: τάρακτρον Capitals: ΤΑΡΑΚΤΡΟΝ
Transliteration A: táraktron Transliteration B: taraktron Transliteration C: taraktron Beta Code: ta/raktron

English (LSJ)

τό,

   A tool for stirring with: metaph. of a person, = ταρακτικός, Ar.Pax654 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1069] τό, Geräth zum Umrühren, Rührkelle, Ar. Pax 655. S. ταρακτήριος.

Greek (Liddell-Scott)

τάρακτρον: τό, ἐργαλεῖον δι’ ἀνακάτωμα, εἶδος χουλιάρας, μεταφορ. ἐπὶ ἀνθρώπου ταραξίου, πανοῦργος ἦν, ὅτ’ ἔζη, καὶ λάλος καὶ συκοφάντης καὶ κύκηθρον καὶ τάρακτρον Ἀριστοφ. Εἰρ. 654.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
cause de trouble, instrument de désordre.
Étymologie: ταράσσω.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. εργαλείο για ανακάτεμα
2. μτφ. (για πρόσ.) ταραξίας, ταραχοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταράσσω + επίθημα -τρον (πρβλ. πλήκ-τρον)].

Greek Monotonic

τάρακτρον: τό (ταράσσω), εργαλείο για ανακάτεμα, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

τάρακτρον: (τᾰ) τό уполовник, перен. смутьян Arph.