τετράδραχμος: Difference between revisions
χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell
(41) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, -ο / [[τετράδραχμος]], -ον, ΝΜΑ, ουδ. και [[τετράαχμον]] και τετρᾱχμον Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[αξία]] τεσσάρων δραχμών<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράδραχμο</i>(<i>ν</i>)<br />[[νόμισμα]] αξίας τεσσάρων δραχμών το οποίο [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] χρησίμευε στις περισσότερες διεθνικές συναλλαγές («διδόναι [[τέσσαρα]] τετράδραχμα», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δραχμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δραχμή]]), <b>πρβλ.</b> <i>οκτά</i>-<i>δραχμος</i>]. | |mltxt=η, -ο / [[τετράδραχμος]], -ον, ΝΜΑ, ουδ. και [[τετράαχμον]] και τετρᾱχμον Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[αξία]] τεσσάρων δραχμών<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράδραχμο</i>(<i>ν</i>)<br />[[νόμισμα]] αξίας τεσσάρων δραχμών το οποίο [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] χρησίμευε στις περισσότερες διεθνικές συναλλαγές («διδόναι [[τέσσαρα]] τετράδραχμα», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δραχμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δραχμή]]), <b>πρβλ.</b> <i>οκτά</i>-<i>δραχμος</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τετράδραχμος:''' стоимостью в четыре драхмы ([[μέδιμνος]] τῶν ἀλφίτων Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:44, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A worth four drachmas, Arist.Oec.1347a33. II τετράδραχμον, τό, silver coin of four drachmas, tetradrachm, IG 1.2.280.91, Pl.Ax.366c, Plu.Sull.25, etc.: later τετράαχμον, IG11(2).219 B 55, 287 B 54 (Delos, iii B.C.); also τετρᾶχμον (on the accent, v. EM 754.40), Zeno Stoic.1.23 (v.l.), IG22.1534.252, 7.303.79 (Oropus), 3498.62 (ibid.), 11(2).203 B 40 (Delos, iii B.C.), 287 B 47 (ibid.), Inscr.Délos298 A 35 (iii B.C.), SIG729.3 (Delph., i B.C.), Phld.Ir.p.37 W.
German (Pape)
[Seite 1097] vier Drachmen schwer, geltend, werth; – τὸ τετράδραχμον, eine Münze von vier Drachmen, Plat. Ax. 366 c.
Greek (Liddell-Scott)
τετράδραχμος: -ον, ὁ ἔχων ἀξίαν τεσσάρων δραχμῶν, Ἀριστ. Οἰκ. 2, 8. ΙΙ. τετράδραχμον, τό, ἀργυροῦν νόμισμα τεσσάρων δραχμῶν, δυνάμενον σχεδὸν 3.90 δραχμὰς νέας, Συλλ. Ἐπιγρ. 139. 22, Πλάτ. Ἀξίοχ. 366C, Πλουτ. Σύλλ. 25, πρβλ. στατήρ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de quatre drachmes ; τὸ τετράδραχμον tétradrachme, monnaie d’argent de quatre drachmes ou un statère d’argent.
Étymologie: τέσσαρες, δραχμή.
Greek Monolingual
η, -ο / τετράδραχμος, -ον, ΝΜΑ, ουδ. και τετράαχμον και τετρᾱχμον Α
1. αυτός που έχει αξία τεσσάρων δραχμών
2. το ουδ. ως ουσ. το τετράδραχμο(ν)
νόμισμα αξίας τεσσάρων δραχμών το οποίο κατά την αρχαιότητα χρησίμευε στις περισσότερες διεθνικές συναλλαγές («διδόναι τέσσαρα τετράδραχμα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -δραχμος (< δραχμή), πρβλ. οκτά-δραχμος].
Russian (Dvoretsky)
τετράδραχμος: стоимостью в четыре драхмы (μέδιμνος τῶν ἀλφίτων Arst.).