τμητός: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλοννικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τμητός:''' -ή, -όν ([[τέμνω]])·<br /><b class="num">1.</b> κομμένος, διαμορφωμένος με [[τομή]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> αυτό που μπορεί [[κάποιος]] να κόψει ή να χωρίσει, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''τμητός:''' -ή, -όν ([[τέμνω]])·<br /><b class="num">1.</b> κομμένος, διαμορφωμένος με [[τομή]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> αυτό που μπορεί [[κάποιος]] να κόψει ή να χωρίσει, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τμητός:''' дор. [[τματός|τμᾱτός]] 3 [adj. verb. к [[τέμνω]]<br /><b class="num">1)</b> вырезной, кроеный (ἱμᾶντες Soph., Eur.);<br /><b class="num">2)</b> разрезаемый, делимый, дробимый (εἰς [[ἄπειρον]] Plut.): οὐ σιδήρῳ τ. Theocr. неуязвимый для меча.
}}
}}

Revision as of 04:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τμητός Medium diacritics: τμητός Low diacritics: τμητός Capitals: ΤΜΗΤΟΣ
Transliteration A: tmētós Transliteration B: tmētos Transliteration C: tmitos Beta Code: tmhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A cut, shaped by cutting, τ. ἱμάντες S.El.747, E.Hipp.1245; τμητοῖς ὁλκοῖς S.El.863 (lyr.); τυρὸς τ. Antiph.133.9 (anap.), cf. Anaxandr. 30.1.    2 that can be cut or severed, ὡς τὸ τμητικὸν πρὸς τὸ τμητόν Arist.Metaph.1020b29, cf. Mete.387a7, Theoc.25.275.

German (Pape)

[Seite 1123] geschnitten; τμητοῖς ἱμᾶσι, Soph. El. 737, wie Eur. Hipp. 1245; auch von Furchen, τμητοῖς ὁλκοῖς ἐγκῦρσαι, Soph. El. 852; zerschnitten, zerstört, getrennt.

Greek (Liddell-Scott)

τμητός: -ή, -όν, (τέμνω) ὁ τετμημένος, ὁ διὰ τομῆς ἐσχηματισμένος, τμ. ἱμᾶντες Σοφ. Ἠλ. 747, Εὐρ. Ἱππ. 1245· οὕτω, τμητοῖς ὁλκοῖς, πρβλ. ὁλκὸς Ι, 2· τυρὸς τμ. Ἀντιφάνης ἐν «Κύκλωπι» 2. 9. 2) ὃν δύναταί τις νὰ κόψῃ ἢ χωρίσῃ, ὡς τὸ τμητικὸν πρὸς τὸ τμητὸν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 1, πρβλ. Μετεωρ. 4. 9, 22, Θεόκρ. 25. 275.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 coupé, taillé;
2 qu’on peut couper ou séparer, divisible.
Étymologie: adj. verb. de τέμνω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τμητός, -ή, -όν, ΝΑ
1. κομμένος
2. αυτός που μπορεί να τμηθεί, να κοπεί ή να σχιστεί
αρχ.
χωρισμένος σε μερίδια, σε τεμάχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τμη- του τέμνω (βλ. λ. τμή-γω) + κατάλ. -τός].

Greek Monotonic

τμητός: -ή, -όν (τέμνω
1. κομμένος, διαμορφωμένος με τομή, σε Σοφ., Ευρ.
2. αυτό που μπορεί κάποιος να κόψει ή να χωρίσει, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

τμητός: дор. τμᾱτός 3 [adj. verb. к τέμνω
1) вырезной, кроеный (ἱμᾶντες Soph., Eur.);
2) разрезаемый, делимый, дробимый (εἰς ἄπειρον Plut.): οὐ σιδήρῳ τ. Theocr. неуязвимый для меча.