τεφρώδης: Difference between revisions
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τεφρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), σε Βάβρ., Πλούτ. | |lsmtext='''τεφρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), σε Βάβρ., Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τεφρώδης:''' похожий на пепел, пепельный (γῆ Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:48, 1 January 2019
English (LSJ)
ες,
A like ashes, Thphr.Ign.39, Babr.85.14, Plu.Them.8; τ. γῆ Str.16.2.44.
German (Pape)
[Seite 1102] ες, zsgzgn statt τεφροειδής, Plut. Them. 8, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
τεφρώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ τεφροειδής, Βαβρ. 85. 14, Πλουτ. Θεμιστ. 8.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui ressemble à la cendre, cendré.
Étymologie: τέφρα, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες / τεφρώδης, -ῶδες, ΝΑ τέφρα
αυτός που μοιάζει κατά το χρώμα με την τέφρα, σταχτής
νεοελλ.
1. γεμάτος τέφρα
2. φρ. «τεφρώδες φως»
αστρον. το αμυδρό φως που φωτίζει το στραμμένο προς τη Γη τμήμα του σκοτεινού ημισφαιρίου της Σελήνης, κοντά στη φάση της Νέας Σελήνης, καθιστώντας εύκολα ορατό ολόκληρο τον σεληνιακό δίσκο.
Greek Monotonic
τεφρώδης: -ες (εἶδος), σε Βάβρ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
τεφρώδης: похожий на пепел, пепельный (γῆ Plut.).