ὕδωρ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὕδωρ:''' [ῠ], τό, γεν. [[ὕδατος]] (<i>ῡ</i> Επικ.), δοτ. <i>ὕδατι</i>, Επικ. επίσης [[ὕδει]] (όπως αν προερχόταν από το [[ὕδος]]),<br /><b class="num">1.</b> [[νερό]], [[κάθε]] είδους, [[αλλά]] σε Όμηρ. [[σπανίως]] λέγεται για το θαλασσινό (το οποίο αποκαλείται ἁλμυρὸν [[ὕδωρ]])· επίσης σε πληθ., <i>ὕδατ' ἀενάοντα</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ὕδατα Καφίσια</i>, τα νερά του Κηφισού, σε Πίνδ.· [[ὕδωρ]] κατὰ χειρός, λέγεται για [[πλύσιμο]] χεριών, σε Αριστοφ.· [[ὕδωρ]] ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν, σε Όμηρ.· παροιμ., γράφειν τι εἰς [[ὕδωρ]], λέγεται για ο,τιδήποτε αναξιόπιστο, σε Σοφ.· <i>ἐν ὕδατι γράφειν</i>, σε Πλάτ.· [[ὅταν]] τὸ [[ὕδωρ]] πνίγῃ, τί [[δεῖ]] ἐπιπίνειν; εάν το [[νερό]] σε πνίγει, τι περισσότερο μπορεί να γίνει; λέγεται για [[κατάσταση]] που δεν επιδέχεται βελτίωσης, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> βρόχινο [[νερό]], [[βροχή]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· πιο συγκεκριμένα, [[ὕδωρ]] ἐξ οὐρανοῦ, σε Θουκ. κ.λπ.· [[Ζεὺς]] [[ὕδωρ]] ὕει, ὁ θεὸς [[ὕδωρ]] ποιεῖ, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται στην [[φράση]] <i>ἐν ὕδατι βρέχεσθαι</i>, σε Ηρόδ., βλ. [[βρέχω]].<br /><b class="num">4.</b> σε Αττ. δικανική [[φράση]], τὸ [[ὕδωρ]] ήταν το [[νερό]] της κλεψύδρας ([[κλεψύδρα]]), σε Δημ.· <i>ἐν τῷ ἐμῷ ὕδατι</i>, ἐπὶ τοῦ [[ἐμοῦ]] [[ὕδατος]], στο [[χρονικό]] [[διάστημα]] που μου επιτρέπεται, στον ίδ.· οὐκ ἐνδέχεται πρὸς τὸ αὐτὸ [[ὕδωρ]] [[εἰπεῖν]], δεν μπορεί [[κάποιος]] να τα πει (όλα) με [[μία]] [[λέξη]], μ' έναν λόγο, στον ίδ.· ἐπίλαβε τὸ [[ὕδωρ]], σταμάτα την ροή του νερού στην [[κλεψύδρα]] ([[κάτι]] που συνέβαινε όταν ο [[λόγος]] διακόπτονταν από την [[κλήση]] μαρτύρων ή από την [[ανάγνωση]] νόμων ή ψηφισμάτων), στον ίδ.· ἀποδιδόναι τινὶ τὸ [[ὕδωρ]], του δίνεται η [[σειρά]] να μιλήσει, σε Αισχίν.
|lsmtext='''ὕδωρ:''' [ῠ], τό, γεν. [[ὕδατος]] (<i>ῡ</i> Επικ.), δοτ. <i>ὕδατι</i>, Επικ. επίσης [[ὕδει]] (όπως αν προερχόταν από το [[ὕδος]]),<br /><b class="num">1.</b> [[νερό]], [[κάθε]] είδους, [[αλλά]] σε Όμηρ. [[σπανίως]] λέγεται για το θαλασσινό (το οποίο αποκαλείται ἁλμυρὸν [[ὕδωρ]])· επίσης σε πληθ., <i>ὕδατ' ἀενάοντα</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ὕδατα Καφίσια</i>, τα νερά του Κηφισού, σε Πίνδ.· [[ὕδωρ]] κατὰ χειρός, λέγεται για [[πλύσιμο]] χεριών, σε Αριστοφ.· [[ὕδωρ]] ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν, σε Όμηρ.· παροιμ., γράφειν τι εἰς [[ὕδωρ]], λέγεται για ο,τιδήποτε αναξιόπιστο, σε Σοφ.· <i>ἐν ὕδατι γράφειν</i>, σε Πλάτ.· [[ὅταν]] τὸ [[ὕδωρ]] πνίγῃ, τί [[δεῖ]] ἐπιπίνειν; εάν το [[νερό]] σε πνίγει, τι περισσότερο μπορεί να γίνει; λέγεται για [[κατάσταση]] που δεν επιδέχεται βελτίωσης, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> βρόχινο [[νερό]], [[βροχή]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· πιο συγκεκριμένα, [[ὕδωρ]] ἐξ οὐρανοῦ, σε Θουκ. κ.λπ.· [[Ζεὺς]] [[ὕδωρ]] ὕει, ὁ θεὸς [[ὕδωρ]] ποιεῖ, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται στην [[φράση]] <i>ἐν ὕδατι βρέχεσθαι</i>, σε Ηρόδ., βλ. [[βρέχω]].<br /><b class="num">4.</b> σε Αττ. δικανική [[φράση]], τὸ [[ὕδωρ]] ήταν το [[νερό]] της κλεψύδρας ([[κλεψύδρα]]), σε Δημ.· <i>ἐν τῷ ἐμῷ ὕδατι</i>, ἐπὶ τοῦ [[ἐμοῦ]] [[ὕδατος]], στο [[χρονικό]] [[διάστημα]] που μου επιτρέπεται, στον ίδ.· οὐκ ἐνδέχεται πρὸς τὸ αὐτὸ [[ὕδωρ]] [[εἰπεῖν]], δεν μπορεί [[κάποιος]] να τα πει (όλα) με [[μία]] [[λέξη]], μ' έναν λόγο, στον ίδ.· ἐπίλαβε τὸ [[ὕδωρ]], σταμάτα την ροή του νερού στην [[κλεψύδρα]] ([[κάτι]] που συνέβαινε όταν ο [[λόγος]] διακόπτονταν από την [[κλήση]] μαρτύρων ή από την [[ανάγνωση]] νόμων ή ψηφισμάτων), στον ίδ.· ἀποδιδόναι τινὶ τὸ [[ὕδωρ]], του δίνεται η [[σειρά]] να μιλήσει, σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὕδωρ:''' [[ὕδατος|ὕδᾰτος]] τό (ῠ; но иногда ῡ in [[arsi]], реже in thesi)<br /><b class="num">1)</b> вода ([[οἶνον]] καὶ ὕ. μίσγειν Hom.): ὕδατα Καφίσια Pind. воды Кефиса; ὕ. κατὰ χειρός Arph. вода для (омовения) рук; ὕ. πίνειν пить воду, перен. Arph., Dem. быть вялым, пресным или бесталанным человеком; γῆν καὶ ὕ. αἰτεῖν ([[διδόναι]]) Her. требовать земли и воды (давать землю и воду) (символ капитуляции); ἐν ὕδατι, εἰς ὕ. и καθ᾽ [[ὕδατος]] γράφειν погов. Plat., Men., Luc. писать (вилами) по воде (о бесплодных усилиях);<br /><b class="num">2)</b> дождевая вода, дождь (ὕ. ἐξ οὐρανοῦ Thuc.; τὰ ἐκ Διὸς ὕδατα Plat.): τὸ ὕ. τὸ [[γενόμενον]] τῆς νυκτός Thuc. выпавший ночью дождь;<br /><b class="num">3)</b> напиток: ὕδατά τε καὶ οἱ ἄλλοι σῖτοι Plat. напитки, а также разные яства;<br /><b class="num">4)</b> вода в водяных часах ([[κλεψύδρα]]), т. е. время, предоставляемое оратору на суде, регламент: ἀποδιδόναι или ἐγχεῖν τινι τὸ ὕ. Dem. предоставить кому-л. слово; ἐν τῷ ἐμῷ ὕδατι и ἐπὶ τοῦ [[ἐμοῦ]] [[ὕδατος]] Dem. в течение предоставленного мне (для речи) времени; πρὸς ὕ. σμικρόν Plat. насколько позволяет (позволило) небольшое время.
}}
}}

Revision as of 05:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕδωρ Medium diacritics: ὕδωρ Low diacritics: ύδωρ Capitals: ΥΔΩΡ
Transliteration A: hýdōr Transliteration B: hydōr Transliteration C: ydor Beta Code: u(/dwr

English (LSJ)

[ῠ, v. fin.], τό, gen. ὕδατος: an Ep. dat. ὕδει in Hes.Op.61, Thgn.961; later nom.

   A ὕδος Call.Fr.475; Boeot. οὕδωρ prob. in IG7.3169 (Orchom.):—water, of any kind, but in Hom. rarely of seawater without an epith., ἄνεμός τε καὶ ὕ. Od.3.300, 7.277; but ἁλμυρὸν ὕ. 9.227, al., cf. Th.4.26; of rivers, ὕ. Αἰσήποιο, Στυγός, Il.2.825, 8.369, al.; so in Lyr. and Trag., ὕ, Ἀσώπιον Pi.N. 3.3; ὕ. τὸ Νείλου A.Supp.561 (lyr.): freq. in pl. (but only once in Hom., ὕδατ' ἀενάοντα Od.13.109), Καφίσια ὕδατα the waters of Cephisus, Pi.O.14.1; ῥυτῶν ὑδάτων S.OC1599; ὕδασιν τοίς Ἀχελῴου Id.Fr.271 (anap.): spring-water, drinking-water, οἶνον ἔμισγον καὶ ὕ. Od.1.110; ἀφυσσάμεθ' ὕδωρ 9.85; ὕδατα καὶ . . δῖτοι Pl.R.404a; πότιμον ὕ. X.HG3.2.19; ὕ. πίνων a water-drinker, D.6.30, cf. 19.46, Ar.Eq.349; ὕ. δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν Cratin.199, cf. Aristopho 10.3, Bato 2.9, al.: ὕδωρ κατὰ χειρός water for washing the hands, v. χείρ; φέρτε χερσὶν ὕ. Il.9.171; ὕ. ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν 3.270, Od.1.146, al.; λοέσσας ὕδατι λευκῷ Il.23.282:—on γῆν καὶ ὕδωρ αἰτεῖν and διδόναι, v. γῆ 1.2b:—a curse was invoked upon those who refused fire (i.e. the right to borrow burning embers) or water or to direct a traveller on his way, Diph.62, cf. X.Oec.2.15:—prov., ὅρκους ἐγὼ γυναικὸς εἰς ὕ. γράφω S.Fr.811, cf. Men.Mon.25; ἐν ὕδατι γράφειν Pl.Phdr.276c; ὅταν τὸ ὕδωρ πνίγῃ, τί δεῖ ἐπιπίνειν; if water chokes, what more can be done ? of a desperate case, Arist.EN1146a35, cf. ἐπιρροφέω 1.    2 rain-water, rain, ὅτε λαβρότατον χέει ὕ. Ζεύς Il.16.385; ὗσαι ὕδατι λαβροτάτῳ Hdt.1.87; ἐγίνετο ὕ. ἄπλετον Id.8.12; πολύ Th.6.70, D.59.99; ὕ. ἐπιγενόμενον πολύ X.HG1.6.28; τὸ ὕ. τὸ γενόμενον τῆς νυκτός Th.2.5, cf. Hdt.8.13: more definitely, ὕδωρ ἐζ οὐρανοῦ X.An. 4.2.2, Aristid.Or.50(26).35 (but ἐζ οὐρανοῦ is a gloss in Th.2.77): pl., ὕ. ὄμβρια Pi.O.11(10).2; τὰ Διὸς, or παρὰ τοῦ Δ., ὕ. Pl.Lg.761a, 761b; τὸ ἐκ Διὸς ὕ. Thphr.HP2.6.5; καινὸν ἀεὶ τὸν Δία ὕειν ὕδωρ, ὕδωρ τὸν θεὸν ποιῆσαι, Ar.Nu.1280, V.261 (lyr.), cf. Thphr.Char.3.4: abs., ἐὰν πλείω ποιῇ ὕ. Id.CP1.19.3: κεραύνια ὕ. thunder-showers, Plu.2.664f; ὕ. πολλά, συνεχέα μαλθακῶς Hp.Epid.1.1.    3 for ἐν ὕδατι βρέχεσθαι, Hdt.3.104, v. βρέχω.    4 in the law-courts, τὸ ὕδωρ was the water of the water-clock (κλεψύδρ), and hence the time it took in running out, ἂν ἐγχωρῇ τὸ ὕδωρ D.44.45; οὐχ ἱκανόν μοι τὸὕ. Id.45.47; ἐν τῷ ἐμῷ ὕ., ἐπὶ τοῦ ἐμοῦ ὕ., in the time allowed me, Id.18.139, 57.61; οὐκ ἐνδέχεται πρὸς ταὐτὸ ὕ. εἰπεῖν one cannot say (all) in one speech, Id.27.12; τὸ ὕ. ἀναλῶσαι Din.2.6; πρὸς ὕ. σμικρὸν διδάζαι Pl.Tht.201b; ἐν μικρῷ μέρει τοῦ παντὸς ὕ. D.29.9; ἐπίλαβε τὸ ὕ. stop the water (which was done while the speech was interrupted by the calling of evidence and reading of documents), Id.45.8; ἐγχεῖται τὸ μὲν πρῶτον ὕ. τῷ κατηγόρῳ... τὸ δὲ δεύτερον ὕ. τῷ φεύγοντι Aeschin.3.197; ἀποδιδόναι, παραδιδόναι τινὶ τὸ ὕ., to give him the turn of speaking, Id.1.162, Din.1.114.    5 generally, liquid, ὕδατος εἴδη τὰ τοιάδε· οἶνος, οὖρον, ὀρός Arist.Mete.382b13, cf. Hp.Cord.12.    II part of the constellation Aquarius, Arat.399.    2 a name for the winter solstice, Paul.Al.A.4.    III Ὕδατα, τά, as the name of places with hot or mineral waters, Ὕ. Σέζτια, Lat. Aquae Sextiae, Ὕ. Νεαπολιτανά, etc., Ptol.Geog.2.10.8, 3.3.7, etc. [ῠ by nature, ὕδωρ Il. 18.347, al. (usu. with when not at end of line), ὕδατος 16.229, al., ὕδατι Od.12.363, al., ὕδατ' 13.109, and so always in Att. (exc. sts. in dactylic verse, Ar.Ra.1339); Hom. freq. has ὕδωρ (always at end of line exc. in phrase Στυγὸς ὕδωρ Il.15.37), also ὕδατος Il. 21.300,312, Od.5.475, ὕδατι Il.23.282, Od.22.439; later Ep. admits ὕδωρ more freely, A.R.4.601, so that we find ῡ in the second half of the foot in h.Cer.381, Batr.97, A.R.4.290, etc.; also in Alc.Supp.11.8.] (Cf. Skt. udán-, gen. udn-ás 'water', OE. woeter, O Norse vatn; I.-E. u(e)d- with suffix r alternating with n (ὕδ--τος): cogn. with Skt. u-ná-t-ti (root ud-), 3pl. u-n-d-ánti 'moisten', cf. Lat. unda.)

Greek (Liddell-Scott)

ὕδωρ: [ῠ, ἴδε ἐν τέλ], τό, γεν. ὕδατος, ὡς τὸ σκώρ, σκατός· Ἐπικ. δοτ. ὕδει παρ’ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 61, Θέογν. 955, ἐξ οὗ παρὰ Καλλιμ. ἐν Ἀποσπ. 466 καὶ ἐν τοῖς Ὀρφ. Ἀργ. 113 ἐσχηματίσθη ὀνομ. ὕδος· Βοιωτ. οὔδωρ· (ἴδε ἐν τέλ.)· - «νερὸν» οἱονδήποτε, ἀλλὰ παρ’ Ὁμήρῳ σπανίως ἐπὶ τοῦ θαλασσίου ὕδατος, τὰς πέντε νέας... Αἰγύπτῳ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ ὕδωρ Ὀδ. Γ. 300· καὶ μετ’ ἐπιθ., ἐπιπλεῖν ἁλμυρὸν ὕδωρ Ι. 227, πρβλ. Θουκ. 4. 26· - ἐπὶ ποταμίου ὕδατος, ὕδωρ Αἰσήποιο, Στυγὸς Ἰλ. Β. 825., Θ. 369, κ. ἀλλ.· οὕτω καὶ παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Ἀττικ.· - συχν. καὶ ἐν τῷ πληθ. ἀλλ’ ἅπαξ μόνον παρ’ Ὁμ., ὕδατ’ αἰενάοντα Ὀδ. Ν. 109· ὕδατα Καφίσια, τὰ ὕδατα τοῦ Κηφισοῦ, Πινδ. Ο. 14. 1· ῥυτῶν ὑδάτων Σοφ. Ο. Κ. 1599· ὕδασιν τοῖς Ἀχελῴου ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 265· - ἐπὶ ὕδατος πηγαίου ἢ ποτίμου, οἶνον καὶ ὕ. μίσγειν Ὀδ. Α. 110· πρβλ. ἄκρατος, ὑδαρής· ὕ ἀφύσσασθαι Ι. 85· ὕδατα καί... σῖτοι Πλάτ. Πολ. 404Β· πότιμον ὕ. Ξενοφ. Ἑλλ. 3. 2, 19· - ὕδωρ κατὰ χειρός, πρὸς νίψιμον (ὡς τὸ χέρνιψ) ἴδε ἐν λέξ. χεὶρ Ι. 2, θ· οὕτω παρ’ Ὁμ., φέρτε χερσὶν ὕ. Ἰλ. Ι. 171· ὕ. ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν Γ. 270, Ὀδ. Α. 147, κτλ.· λοέσσας ὕδατι λευκῷ Ἰλ. Ψ. 282· - περὶ τοῦ γῆν καὶ ὕδωρ αἰτεῖν ἢ διδόναι, ἴδε ἐν λ. γῆ IV. - Παροιμ., γράφειν τι εἰς ὕδωρ, ἐπὶ παντὸς παροδικοῦ πράγματος ἢ διαρρέοντος ἢ ἀναξίου πίστεως, Σοφ. Ἀποσπ. 694, Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 25· οὕτω, ἐν ὕδατι γρ. Πλάτ. Φαῖδρ. 276C (πρβλ. τέφραὅταν τὸ ὕδωρ πνίγῃ, τί δεῖ ἐπιπίνειν; ἐπὶ καταστάσεως μὴ ἐπιδεχομένης ἐπανόρθωσιν, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 2, 10· - ὕδωρ πίνειν, πρβλ. ὑδροπότης. 2) βροχή, ὑετός, ὅτε λαβρότατον χέει ὕδωρ Ζεὺς Ἰλ. Π. 385· ὗσαι ὕδατι Ἡρόδ. 1. 87· ἐγένετο ὕ. ἄπλετον ὁ αὐτ. 8. 12· πολὺ Θουκ. 6. 70, Δημ. 1379. 1· ὕδωρ ἐπεγένετο πολὺ Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 28· τὸ ὕδωρ τὸ γενόμενον τῆς νυκτὸς Θουκ. 2. 5, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 13· - μᾶλλον ὡρισμένως, ὕδωρ ἐξ οὐρανοῦ Θουκ. 2. 77, Ξενοφ., κλπ.· καὶ ἐν τῷ πληθ., ὕδατα ὄμβρια Πινδ. Ο. 10 (11). 22· τὰ Διὸς ὕδατα Πλάτ. Νόμ. 761Α, κλπ.· τὸ ἐκ Διὸς ὕδωρ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 6, 5· - ἐντεῦθεν, Ζεὺς ὕδωρ ὕε, ὁ θεὸς ὕδωρ ποιεῖ Ἀριστοφ. Νεφ. 1280, Σφ. 261, πρβλ. Θεοφρ. Χαρακτ. 3· ἀπολ., ἐὰν πλείω ποιῇ ὕδατα ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 3· - κεραύνια ὕδατα, ὑετοὶ ῥαγδαῖοι, Πλούτ. 2. 664F· ὕδατα σκληρὰ ἢ μαλακά, ἱσχυραὶ ἢ ἐλαφραὶ βροχαί, κλπ., Ἱππ., ἴδε Foës. Oecon. 3) περὶ τῆς φράσεως, ἐν ὕδατι βρέχεσθαι, Ἡρόδ. 3. 104, ἴδε ἐν λ. βρέχω. 4) ἐν τῇ Ἀττ. δικανικῇ φράσει, τὸ ὕδωρ ἦτο τὸ τῆς κλεψύδρας, ἐντεῦθεν δὲ καὶ ὁ χρόνος ὁ ἀπαιτούμενος ὅπως αὐτὸ ἐκρεύσῃ ἐξ αὐτῆς, ἐὰν τὸ ὕδωρ ἐγχωρῇ, δηλ. ἐὰν ὑπάρχῃ χρόνος ἱκανός, Δημ. 1094. 3· οὐχ ἱκανόν μοι τὸ ὕδωρ ὁ αὐτ. 1116. 11· ἐν τῷ ἐμῷ ὕδατι, ἐπὶ τοῦ ἐμοῦ ὕδατος, ἐν τῷ χρονικῷ διαστήματι τῷ ἀνήκοντι εἰς ἐμέ, ὁ αὐτ. 274. 9., 1318. 6· οὐκ ἐνδέχεται πρὸς τὸ αὐτὸ ὕδωρ εἰπεῖν, δὲν δύναταί τις νὰ εἴπῃ (τὰ πάντα) ἐν ἑνὶ λόγῳ, ὁ αὐτ. 817. 9· τὸ ὕδωρ ἀναλῶσαι Δείναρχ. 105. 38· οὕτω, πρὸς ὕδωρ σμικρὸν διδάσκειν Πλάτ. Θεαίτ. 201Β· ἐν μικρῷ μέρει τοῦ παντὸς ὕδατος Δημ. 847. 16 ἐπίλαβε τὸ ὕδωρ, κώλυσον αὐτὸ μὴ ῥέειν ἐκ τῆς κλεψύδρας (ὅπερ ἐγίνετο ὅτε ὁ λόγος διεκόπτετο κατὰ τὴν κλῆσιν τῶν μαρτύρων ἢ κατὰ τὴν ἀνάγνωσιν νόμων ἢ ψηφισμάτων), ὁ αὐτ. 1103· ἐν τέλει ἐγχεῖται τὸ μὲν πρῶτον ὕδωρ τῷ κατηγόρῳ..., τὸ δὲ δεύτερον ὕδωρ τῷ φεύγοντι Αἰσχίν. 82, 13· ἀποδιδόναι, παραδιδόναι τινὶ τὸ ὕδωρ, δηλ. τὴν σειρὰν νὰ ὁμιλήσῃ, ὁ αὐτ. 23, 20, Δείναρχ. 104. 46. 5) καθόλου ὑγρόν, ὕδατος εἴδη τὰ τοιάδε· οἶνος, οὖρον, ὀρρὸς Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 5, 6. ΙΙ. ὕδωρ ἐκαλοῦντο ἀστέρες τινὲς τοῦ ἀστερισμοῦ Ὑδροχόου οἱ παριστάνοντες τὸ χεόμενον ὕδωρ, Aquarius, Ἄρατ. 399. ΙΙΙ. Ὕδατα, τά, ὄνομα τόπων ἐχόντων θερμὰ ἢ μεταλλικὰ ὕδατα, Ὕδατα Σέξτια, Λατιν. Aquae Sextiae, Ὕδατα Νεαπολιτανὰ Πτολ. (Αἱ ῥίζαι τῆς λέξεως εἶναι ΥΔ, ΥΔΑΤ, ΥΔΡ, (ἄσχετοι πρὸς τὸ ὕω, εἰ ὁ Κούρτ. φρονῇ ὀρθῶς)· πρβλ. ὕδωρ, ὕδατος, ὑδρός, ὑδρία, ὑδαρής, ὑδερός, ὕδρωψ· Σανσκρ. ud, und-âmi (humecto), ud-akam (aqua), ud-an (Λατ. unda), an-udras (ἄνυδρος)· Γοτθ. vat-o, woz-ar (unda)· Ἀρχ. Σκανδιν. vat-n· Ἀγγλο-Σαξον. waet-er· Σλαυ. vod-a· Λιθ. vand-u· Ἀρχ. Ἰρλανδ. uisce (Ἀγγλ. usque-b gh)· Ἁρμορ καὶ Κορν. Dour· Οὐαλλ. dur). [ῠ φύσει, καὶ οὕτως ἀείποτε παρὰ τοῖς Ἀττικ.· ἀλλ’ Ὅμηρ. καὶ ἕτεροι Ἐπικ. ἔχουσιν ῡ ἐν πάσαις ταῖς πτώσεσιν ἐν ἄρσει, οὕτω καὶ ὁ Ἀριστοφ. ἐν τοῖς Βατρ. 1339 ἐν δακτυλικῷ στίχῳ· ῡ ἐν θέσει ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 382, Βατραχομυομ. 97, Ἀπολλ. Ρόδ., κλπ.]. - Περὶ τοῦ ὕδατος ἴδε μακρὰν μελέτην Μιχ. Κ. Στεφανίδου ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 372-416.

French (Bailly abrégé)

ὕδατος (τό) :
eau :
I. en gén.
II. particul. :
1 eau de mer;
2 eau de fleuve, de rivière;
3 eau de source;
4 eau potable ; ◊ prov. ὕδωρ πίνειν boire de l’eau, càd être insipide ou inerte, être incapables de grandes pensées, de grands sentiments, etc.
5 eau pour se laver;
6 eau pour se baigner;
7 eau, comme élément, p. opp. à γῆ : γῆν καὶ ὕδωρ αἰτεῖν HDT demander la terre et l’eau, en signe de domination ; γῆν καὶ ὕδωρ διδόναι HDT donner la terre et l’eau, càd se soumettre ; ◊ prov. καθ’ ὕδατος γράφειν LUC écrire sur l’eau, càd faire de vains efforts, se donner une peine inutile;
8 eau de pluie;
9 eau de la clepsydre (v. κλεψύδρα) : ἐν τῷ ἐμῷ ὕδατι DÉM pendant l’écoulement de mon eau, càd pendant le temps qui m’était mesuré par la clepsydre ; ἀποδιδόναι τινὶ τὸ ὕδωρ DÉM donner la parole à qqn ; ὑπὲρ τὸ ἐγχεόμενον ὕδωρ au delà de l’eau versée, càd du temps accordé;
10 sueur : ἐν ὕδατι βρέχεσθαι HDT être mouillé, inondé de sueur.
Étymologie: R. Ὑδ, mouiller ; cf. lat. unda, skr. udnás, hitt. wadar, got. wato > wazzar > Wasser, water.

English (Slater)

ὕδωρ (ῦ *fr. 104b. 2.*: ὕδωρ, ὕδᾰτος, ὕδᾰτι, ὕδωρ; ὑδᾰτων, ὑδᾰτεσσι.)
   1 water ἄριστον μὲν ὕδωρ (O. 1.1) ὕδατος πυρὶ ζέοισαν εἰς ἀκμὰν (O. 1.48) οὐ χθόνα ταράσσοντες οὐδὲ πόντιον ὕδωρ (O. 2.64) ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν, ὕδωρ δ' ἄλλα φέρβει (O. 2.73) ἀριστεύει μὲν ὕδωρ (O. 3.42) (Θήβαν) τᾶς ἐρατεινὸν ὕδωρ πίομαι (O. 6.85) λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος (O. 9.51) οὐρανίων ὑδάτων, ὀμβρίων παίδων νεφέλας (O. 11.2) Καφισίων ὑδάτων λαχοῖσαι (O. 14.1) Ἀμένα πὰρ ὕδωρ (P. 1.67) ὕδατι Κασταλίας ξενωθεὶς (P. 5.31) Διρκαίων ὑδάτων ἀὲ μέμναται (P. 9.88) λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν ἄντιον (i. e. αἶνον ἄντιον φθόνῳ, v. infra) (N. 1.24) ὕδατι γὰρ μένοντ' ἐπ Ἀσωπίῳ (N. 3.3) οὐδὲ θερμὸν ὕδωρ τόσον γε μαλθακὰ τεύχει γυῖα, τόσσον εὐλογία (N. 4.4) ὕδατι γὰρ ἐπὶ χαλκοπύλῳ Κασταλίας (Pae. 6.7) ὑδάτλτ;εσςγτ;ι δ' ἐπ Ἀσωποῦ (G—H: ὕδατι Π.) Πα. . 13. νότιον θέρος ὕδατι ζακότῳ ῥέον (Pae. 9.18) κελάρυξεν ὡς ἀπὸ κρανᾶν φέρτατον δωρ *fr. 104b. 2.* κράνας ο[ὐ π]ρολείπει[ ὕ]δωρ Θρ. . 1. μελιγαθὲς ἀμβρόσιον ὕδωρ Τιλφώσσας ἀπὸ καλλικράνου fr. 198b. of song, (cf. (N. 1.24), (O. 6.85), παγός, ῥοά, ῥόθιον, χεῦμα) ὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω (N. 7.62) πίσω σφε Δίρκας ἁγνὸν ὕδωρ, τὸ βαθύζωνοι κόραι χρυσοπέπλου Μναμοσύνας ἀνέτειλαν παρ' εὐτειχέσιν Κάδμου πύλαις (I. 6.74)

Spanish

agua

English (Strong)

and genitive case, hudatos, etc. from the base of ὑετός; water (as if rainy) literally or figuratively: water.

English (Thayer)

(ὕω (but cf. Curtius, § 300)), genitive ὕδατος, τό, from Homer down, Hebrew מַיִם, water: of the water in rivers, R L), 7; of the water of the deluge, Winer's Grammar, 604f, (562)); of water in any of earth's repositories, ὁ ἄγγελος τῶν ὑδατον, τά ὕδατα, of the waves of the Lake of Galilee, τό ὕδωρ in φωνή, 1); πολλά ὕδατα, many springs or fountains, ποτήριον ὕδατος, τό λουτρόν τοῦ ὕδατος, of baptism, Winer's Grammar, 138 (130)); κεράμιον ὕδατος, τῷ πνεύματι καί πυρί (cf. Buttmann, § 133,19; Winer's Grammar, 217 (204), 412 (384)), πνεύματι alone, τῷ πυρί alone, τῷ οἴνῳ, τῷ αἵματι, the Spirit and truth of God, ὕδωρ σοφίας, ὕδωρ ζῶν, τό ὕδωρ τῆς ζωῆς, ζῶσαι πηγαί ὑδάτων, see ζάω, II.
a. and ζωή, 2b., p. 274a.

Greek Monotonic

ὕδωρ: [ῠ], τό, γεν. ὕδατος ( Επικ.), δοτ. ὕδατι, Επικ. επίσης ὕδει (όπως αν προερχόταν από το ὕδος),
1. νερό, κάθε είδους, αλλά σε Όμηρ. σπανίως λέγεται για το θαλασσινό (το οποίο αποκαλείται ἁλμυρὸν ὕδωρ)· επίσης σε πληθ., ὕδατ' ἀενάοντα, σε Ομήρ. Οδ.· ὕδατα Καφίσια, τα νερά του Κηφισού, σε Πίνδ.· ὕδωρ κατὰ χειρός, λέγεται για πλύσιμο χεριών, σε Αριστοφ.· ὕδωρ ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν, σε Όμηρ.· παροιμ., γράφειν τι εἰς ὕδωρ, λέγεται για ο,τιδήποτε αναξιόπιστο, σε Σοφ.· ἐν ὕδατι γράφειν, σε Πλάτ.· ὅταν τὸ ὕδωρ πνίγῃ, τί δεῖ ἐπιπίνειν; εάν το νερό σε πνίγει, τι περισσότερο μπορεί να γίνει; λέγεται για κατάσταση που δεν επιδέχεται βελτίωσης, σε Αριστ.
2. βρόχινο νερό, βροχή, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· πιο συγκεκριμένα, ὕδωρ ἐξ οὐρανοῦ, σε Θουκ. κ.λπ.· Ζεὺς ὕδωρ ὕει, ὁ θεὸς ὕδωρ ποιεῖ, σε Αριστοφ.
3. λέγεται στην φράση ἐν ὕδατι βρέχεσθαι, σε Ηρόδ., βλ. βρέχω.
4. σε Αττ. δικανική φράση, τὸ ὕδωρ ήταν το νερό της κλεψύδρας (κλεψύδρα), σε Δημ.· ἐν τῷ ἐμῷ ὕδατι, ἐπὶ τοῦ ἐμοῦ ὕδατος, στο χρονικό διάστημα που μου επιτρέπεται, στον ίδ.· οὐκ ἐνδέχεται πρὸς τὸ αὐτὸ ὕδωρ εἰπεῖν, δεν μπορεί κάποιος να τα πει (όλα) με μία λέξη, μ' έναν λόγο, στον ίδ.· ἐπίλαβε τὸ ὕδωρ, σταμάτα την ροή του νερού στην κλεψύδρα (κάτι που συνέβαινε όταν ο λόγος διακόπτονταν από την κλήση μαρτύρων ή από την ανάγνωση νόμων ή ψηφισμάτων), στον ίδ.· ἀποδιδόναι τινὶ τὸ ὕδωρ, του δίνεται η σειρά να μιλήσει, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

ὕδωρ: ὕδᾰτος τό (ῠ; но иногда ῡ in arsi, реже in thesi)
1) вода (οἶνον καὶ ὕ. μίσγειν Hom.): ὕδατα Καφίσια Pind. воды Кефиса; ὕ. κατὰ χειρός Arph. вода для (омовения) рук; ὕ. πίνειν пить воду, перен. Arph., Dem. быть вялым, пресным или бесталанным человеком; γῆν καὶ ὕ. αἰτεῖν (διδόναι) Her. требовать земли и воды (давать землю и воду) (символ капитуляции); ἐν ὕδατι, εἰς ὕ. и καθ᾽ ὕδατος γράφειν погов. Plat., Men., Luc. писать (вилами) по воде (о бесплодных усилиях);
2) дождевая вода, дождь (ὕ. ἐξ οὐρανοῦ Thuc.; τὰ ἐκ Διὸς ὕδατα Plat.): τὸ ὕ. τὸ γενόμενον τῆς νυκτός Thuc. выпавший ночью дождь;
3) напиток: ὕδατά τε καὶ οἱ ἄλλοι σῖτοι Plat. напитки, а также разные яства;
4) вода в водяных часах (κλεψύδρα), т. е. время, предоставляемое оратору на суде, регламент: ἀποδιδόναι или ἐγχεῖν τινι τὸ ὕ. Dem. предоставить кому-л. слово; ἐν τῷ ἐμῷ ὕδατι и ἐπὶ τοῦ ἐμοῦ ὕδατος Dem. в течение предоставленного мне (для речи) времени; πρὸς ὕ. σμικρόν Plat. насколько позволяет (позволило) небольшое время.