ὑποκύομαι: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(6)
(4b)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποκύομαι:''' Μέσ., [[συλλαμβάνω]], [[μένω]] [[έγκυος]], <i>ὑποκῡσᾰμένη</i> (όχι -[[κυσσαμένη]]), σε Όμηρ., Ησίοδ.
|lsmtext='''ὑποκύομαι:''' Μέσ., [[συλλαμβάνω]], [[μένω]] [[έγκυος]], <i>ὑποκῡσᾰμένη</i> (όχι -[[κυσσαμένη]]), σε Όμηρ., Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποκύομαι:''' становиться беременной Hes.: ἡ δ᾽ ὑποκῡσᾰμένη Πελίην [[τέκε]] Hom. забеременев, (Тиро) родила Пелия.
}}
}}

Revision as of 05:16, 1 January 2019

English (Autenrieth)

aor. part. ὑποκῦσαμένη: become pregnant, conceive.

Greek Monotonic

ὑποκύομαι: Μέσ., συλλαμβάνω, μένω έγκυος, ὑποκῡσᾰμένη (όχι -κυσσαμένη), σε Όμηρ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκύομαι: становиться беременной Hes.: ἡ δ᾽ ὑποκῡσᾰμένη Πελίην τέκε Hom. забеременев, (Тиро) родила Пелия.