ὑπερακρίζω: Difference between revisions
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερακρίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[σκαρφαλώνω]] και [[υπερβαίνω]], με αιτ., σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[προβάλλω]], [[προεξέχω]], με γεν., σε Ευρ. | |lsmtext='''ὑπερακρίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[σκαρφαλώνω]] και [[υπερβαίνω]], με αιτ., σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[προβάλλω]], [[προεξέχω]], με γεν., σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερακρίζω:''' <b class="num">1)</b> (верхом) перескакивать (τείχη Xen.);<br /><b class="num">2)</b> превышать: [[πέτρα]], ἣ [[τῶνδε]] δόμων ὑπερακρίζει Eur. скала, которая высится над этим дворцом. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:16, 1 January 2019
English (LSJ)
A mount and climb over, c. acc., τειχία X.Eq.Mag.6.5. II project, beetle over, c. gen., δόμων E.Supp.988 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1190] übersteigen, τειχία, Xen. Hipp. 6, 5; – intrans., über Etwas hervorragen, an Höhe übertreffen, δόμων πέτρα Eur. Suppl. 1013.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερακρίζω: ἀναβαίνω καὶ ὑπερβαίνω, μετ’ αἰτ., τείχη Ξεν. Ἱππ. 6, 5. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπερήκρισας· ὑπεράγαν [[[ὑπὲρ]] ἄκραν] ἐπήδησας». ΙΙ. προέχω, προεξέχω ὑπεράνω, μετὰ γεν., δόμων Εὐρ. Ἱκέτ. 988.
French (Bailly abrégé)
1 s’élever par-dessus, franchir;
2 dépasser en hauteur, se dresser au-dessus de, gén..
Étymologie: ὑπέρ, ἄκρος.
Greek Monolingual
Α
υπερβαίνω, υπερπηδώ («τειχία ὑπερακρίζειν», Ξεν.)
2. προεξέχω, ξεπερνώ στο ύψος («ἢ τῶνδε δόμων ὑπερακρίζει», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ακρίζω (< ἄκρη). Το ρ. απαντά κυρίως σύνθ. και σπανίως ως απλό].
Greek Monotonic
ὑπερακρίζω: μέλ. -σω,
I. σκαρφαλώνω και υπερβαίνω, με αιτ., σε Ξεν.
II. προβάλλω, προεξέχω, με γεν., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερακρίζω: 1) (верхом) перескакивать (τείχη Xen.);
2) превышать: πέτρα, ἣ τῶνδε δόμων ὑπερακρίζει Eur. скала, которая высится над этим дворцом.