ὑποφθάνω: Difference between revisions

From LSJ

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποφθάνω:''' [ᾰ], αόρ. βʹ <i>ὑπ-έφθην</i>, απαρ. ὑπο-[[φθῆναι]], μτχ. -[[φθάς]], επίσης σε Μέσ. μτχ. -[[φθάμενος]],<br /><b class="num">I.</b> [[σπεύδω]] [[πριν]] από, [[προλαβαίνω]], προφθαίνω, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὑποφθάμενος κτεῖνεν</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[προηγούμαι]] κάποιου σε [[κάτι]], σε Πλούτ. — Μέσ., τὸν ὑποφθαμένη [[φάτο]] μῦθον, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ὑποφθάνω:''' [ᾰ], αόρ. βʹ <i>ὑπ-έφθην</i>, απαρ. ὑπο-[[φθῆναι]], μτχ. -[[φθάς]], επίσης σε Μέσ. μτχ. -[[φθάμενος]],<br /><b class="num">I.</b> [[σπεύδω]] [[πριν]] από, [[προλαβαίνω]], προφθαίνω, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὑποφθάμενος κτεῖνεν</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[προηγούμαι]] κάποιου σε [[κάτι]], σε Πλούτ. — Μέσ., τὸν ὑποφθαμένη [[φάτο]] μῦθον, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποφθάνω:''' тж. med. упреждать, предупреждать, опережать: ὑποφθὰς δουρὶ περόνησεν Hom. забежав вперед, (Ликург) пронзил (его) копьем; τὸν ὑποφθαμένη [[φάτο]] μῦθον Hom. упредив (Менелая), она сказала следующее; ὑ. τινά Plut. предупреждать кого-л. своим приходом; ὑ. τὴν ἀπόκρισιν Plut. дать первым ответ.
}}
}}

Revision as of 05:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποφθάνω Medium diacritics: ὑποφθάνω Low diacritics: υποφθάνω Capitals: ΥΠΟΦΘΑΝΩ
Transliteration A: hypophthánō Transliteration B: hypophthanō Transliteration C: ypofthano Beta Code: u(pofqa/nw

English (LSJ)

[ᾰ], aor.

   A ὑπέφθην A.R.4.307; part. ὑποφθάς Il.7.144; also in Med. aor. part. (v. infr.): later aor. 1 ὑπέφθᾰσα (v. infr.):—haste before, be or get beforehand, ὑποφθὰς δουρὶ μέσον περόνησεν getting beforehand he pierced him through the middle, Il.l.c.; ἔγραψεν ὑποφθάσας Plu.Pomp.21:—also in part. Med., κτεῖνεν ὑποφθάμενος Od.4.547.    II c. acc., to be beforehand with one, A.R. l.c., Plu. Aem.26, etc.:—Med., τὸν ὑποφθαμένη φάτο μῦθον Od.15.171, cf. AP 9.227 (Bianor).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφθάνω: [ᾰ]· ἀόρ. ὑπέφθην, ἀπαρέμφ. ὑποφθῆναι, μετοχ. ὑποφθάς, ὡσαύτως ἐν τῇ μετοχ. τοῦ μέσ. ἀορίστ. (ἴδε κατωτ.)· μεταγεν. ἀόρ. α΄ ὑπέφθᾰσα. Σπεύδω πρότερον, προλαμβάνω, προφθάνω, ὑποφθὰς δουρὶ μέσον περόνησεν, προλαβὼν διετρύπησεν αὐτόν, «προφθάσας, προλαβὼν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ζ. 144· ἔγραψεν ὑποφθάσας Πλουτ. Πομπ. 21· οὕτω καὶ ἐν τῇ μετοχῇ τοῦ μέσου ἀορ. ὑποφθάμενος κτεῖνεν Ὀδ. Δ. 547. ΙΙ. μετ’ αἰτ., προλαμβάνω τινά, εἶμαι πρότερος αὐτοῦ ἔν τινι, τῷ καὶ ὑπέφθη πρός γε βαλὼν ὑπὲρ αὐχένα γαίης Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 307, Πλουτ. Αἰμίλ. 26, κλπ.· καὶ ἐν τῷ μέσ., τὸν ὑποφθαμένη φάτο μῦθον Ὀδ. Ο. 171, πρβλ. Ἀνθ. Π. 227. [Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε τὸ ῥῆμα φθάνω].

French (Bailly abrégé)

ao. réc. ὑπέφθασα, ao.2 ὑπέφθην;
devancer ou prévenir vivement ; abs. τινα qqn;
Moy. ὑποφθάνομαι (part. ao.2 ὑποφθάμενος) m. sign.
Étymologie: ὑπό, φθάνω.

English (Autenrieth)

aor. 2 part. ὑποφθάς, mid. aor. 2 part. ὑποφθάμενος: be or get beforehand, anticipate.

Greek Monolingual

Α φθάνω
1. προφθάνω, προλαβαίνω
2. προηγούμαι κάποιου («ὑποφθάσας τοὺς Ῥωμαίους», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ὑποφθάνω: [ᾰ], αόρ. βʹ ὑπ-έφθην, απαρ. ὑπο-φθῆναι, μτχ. -φθάς, επίσης σε Μέσ. μτχ. -φθάμενος,
I. σπεύδω πριν από, προλαβαίνω, προφθαίνω, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑποφθάμενος κτεῖνεν, σε Ομήρ. Οδ.
II. με αιτ., προηγούμαι κάποιου σε κάτι, σε Πλούτ. — Μέσ., τὸν ὑποφθαμένη φάτο μῦθον, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποφθάνω: тж. med. упреждать, предупреждать, опережать: ὑποφθὰς δουρὶ περόνησεν Hom. забежав вперед, (Ликург) пронзил (его) копьем; τὸν ὑποφθαμένη φάτο μῦθον Hom. упредив (Менелая), она сказала следующее; ὑ. τινά Plut. предупреждать кого-л. своим приходом; ὑ. τὴν ἀπόκρισιν Plut. дать первым ответ.