ὑποθημοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder

Source
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποθημοσύνη:''' ἡ, [[υπόδειξη]], [[πρόταση]], έμμεση [[συμβουλή]], [[παραίνεση]] ή [[νύξη]], [[υπαινιγμός]], [[προειδοποίηση]], <i>ὑποθημοσύνῃσιν Ἀθήνης</i> (Επικ. δοτ. πληθ.), σε Όμηρ.· <i>Ἑρμοῦ ὑποθημοσύνῃ</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''ὑποθημοσύνη:''' ἡ, [[υπόδειξη]], [[πρόταση]], έμμεση [[συμβουλή]], [[παραίνεση]] ή [[νύξη]], [[υπαινιγμός]], [[προειδοποίηση]], <i>ὑποθημοσύνῃσιν Ἀθήνης</i> (Επικ. δοτ. πληθ.), σε Όμηρ.· <i>Ἑρμοῦ ὑποθημοσύνῃ</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποθημοσύνη:''' ἡ назидание, наставление, совет Hom., Xen., Luc.
}}
}}

Revision as of 05:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποθημοσύνη Medium diacritics: ὑποθημοσύνη Low diacritics: υποθημοσύνη Capitals: ΥΠΟΘΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: hypothēmosýnē Transliteration B: hypothēmosynē Transliteration C: ypothimosyni Beta Code: u(poqhmosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A advice, counsel, warning, in pl., ὑποθημοσύνῃσιν Ἀθήνης Il.15.412, Od.16.233: also in later Ep., A.R.2.1146, cf. Afric. Cest.38, etc.: sg., Ἑρμοῦ ὑποθημοσύνῃ X.Mem.1.3.7, cf. Luc.Astr.1.

German (Pape)

[Seite 1218] ἡ, der Einem unter den Fuß od. an die Hand gegebene Rath, Ermahnung, Lehre; ὑποθημοσύνῃσιν Ἀθήνης, Il. 15, 412. 16, 233; auch in Prosa, Xen. Mem. 1, 3, 7; Luc. astrol. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποθημοσύνη: ἡ, ὑποθήκη, συμβουλή, παραίνεσις, ἐν τῷ πληθ., ὑποθημοσύνῃσιν Ἀθήνης Ἰλ. Ο. 412. Ὀδ. Π. 233· ὡσαύτως, παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. ἑνικ., Ἑρμοῦ ὑποθημοσύνῃ Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 7, πρβλ. Λουκ. Ἀστρολ. 1.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
précepte, conseil.
Étymologie: ὑποθήμων.

English (Autenrieth)

(τίθημι): suggestion, counsels, pl., Il. 15.412 and Od. 16.233.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ ὑποθήμων
συμβουλή, υποθήκη
αρχ.
ηθική προσταγή, δίδαγμα.

Greek Monotonic

ὑποθημοσύνη: ἡ, υπόδειξη, πρόταση, έμμεση συμβουλή, παραίνεση ή νύξη, υπαινιγμός, προειδοποίηση, ὑποθημοσύνῃσιν Ἀθήνης (Επικ. δοτ. πληθ.), σε Όμηρ.· Ἑρμοῦ ὑποθημοσύνῃ, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὑποθημοσύνη: ἡ назидание, наставление, совет Hom., Xen., Luc.