ὑπόχειρ: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπόχειρ:''' ὁ, ἡ, = το επόμ., σε Σοφ. | |lsmtext='''ὑπόχειρ:''' ὁ, ἡ, = το επόμ., σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπόχειρ:''' adj. Soph. = [[ὑποχείριος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:28, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ, ἡ, = sq., S.El.1092 (lyr., Musgr. for ὑπὸ χεῖρα).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόχειρ: ὁ, ἡ, = τῷ ἑπόμ., Σοφ. Ἠλ. 1092 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Musgr. ἀντὶ ὑπὸ χεῖρα).
French (Bailly abrégé)
(ὁ, ἡ)
c. ὑποχείριος.
Greek Monolingual
-ος, ὁ, ἡ, Α
υποχείριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -χειρ (< χείρ, χειρός), πρβλ. ὑπέρ-χειρ].
Greek Monotonic
ὑπόχειρ: ὁ, ἡ, = το επόμ., σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόχειρ: adj. Soph. = ὑποχείριος.