ὑψίτερος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑψίτερος:''' -α, -ον, επίθ. από συγκρ. του επιρρ. [[ὕψι]], υψηλότερος, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ὑψίτερος:''' -α, -ον, επίθ. από συγκρ. του επιρρ. [[ὕψι]], υψηλότερος, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψίτερος:''' [compar. к [[ὑψηλός]] более высокий (δρύες Theocr.).
}}
}}

Revision as of 05:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψίτερος Medium diacritics: ὑψίτερος Low diacritics: υψίτερος Capitals: ΥΨΙΤΕΡΟΣ
Transliteration A: hypsíteros Transliteration B: hypsiteros Transliteration C: ypsiteros Beta Code: u(yi/teros

English (LSJ)

[ῐ], α, ον, Comp. of Adv. ὕψι,

   A loftier, δρύες Theoc.8.46.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίτερος: -α, -ον, συγκρ. τοῦ ἐπιρρ. ὕψι, ὑψηλότερος, δρύες Θεόκρ. 8. 46.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
plus haut.
Étymologie: ὕψι.

Greek Monolingual

-έρα, -ον, Α ὕψι
(συγκριτ. βαθμός) υψηλότερος.

Greek Monotonic

ὑψίτερος: -α, -ον, επίθ. από συγκρ. του επιρρ. ὕψι, υψηλότερος, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίτερος: [compar. к ὑψηλός более высокий (δρύες Theocr.).