φιλοδειπνιστής: Difference between revisions
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(45) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που του αρέσει να παραθέτει [[δείπνο]] σε άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δειπνιστής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δειπνίζω]] «[[παραθέτω]] [[δείπνο]]»)]. | |mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που του αρέσει να παραθέτει [[δείπνο]] σε άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δειπνιστής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δειπνίζω]] «[[παραθέτω]] [[δείπνο]]»)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλοδειπνιστής:''' οῦ ὁ любитель задавать пиры, хлебосол Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:40, 1 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who likes giving dinners, D.L.3.98.
German (Pape)
[Seite 1279] ὁ, der gern schmaus't, Andere gern bewirthet, D. L. 3, 98.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοδειπνιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀγαπῶν νὰ προσφέρῃ δεῖπνα, νὰ φιλεύῃ, Διογ. Λ. 3. 98.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που του αρέσει να παραθέτει δείπνο σε άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -δειπνιστής (< δειπνίζω «παραθέτω δείπνο»)].
Russian (Dvoretsky)
φιλοδειπνιστής: οῦ ὁ любитель задавать пиры, хлебосол Diog. L.