φορειαφόρος: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
(45)
(4b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[φορεαφόρος]] και [[φοριοφόρος]], ὁ, Α<br />[[δούλος]] που μετέφερε [[φορτίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φορεῖον]] / [[φόριον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]. Το -<i>α</i>- τών τ. για μετρικούς λόγους].
|mltxt=και [[φορεαφόρος]] και [[φοριοφόρος]], ὁ, Α<br />[[δούλος]] που μετέφερε [[φορτίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φορεῖον]] / [[φόριον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]. Το -<i>α</i>- τών τ. για μετρικούς λόγους].
}}
{{elru
|elrutext='''φορειᾱφόρος:''' ὁ несущий носилки, носильщик Plut.
}}
}}

Revision as of 05:44, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 1299] ὁ, = φορειοφόρος; richtigere Lesart für φορεαφόρος D. L. 5, 73; Plut. Galb. 25; s. Lob. Phryn. 656.

Greek Monolingual

και φορεαφόρος και φοριοφόρος, ὁ, Α
δούλος που μετέφερε φορτίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορεῖον / φόριον + -φόρος. Το -α- τών τ. για μετρικούς λόγους].

Russian (Dvoretsky)

φορειᾱφόρος: ὁ несущий носилки, носильщик Plut.